Κυριακή 30 Ιουνίου 2013

Συνεδρία 8: Το Κάλεσμα


‘Ωνάσης είσαι;’ Φώναξε και παραμέρισε τη χαρτόκουτα που τον σκέπαζε για να πιάσει την πεταμένη γόπα. Ήταν ο τρόπος που μάζευε τα τσιγάρα του. Το συγκεκριμένο ήταν μισοκαπνισμένο. Davidoff μαύρο, η μάρκα του μέχρι πριν δυο χρόνια. ‘Ποιος κερατάς πετάει ένα τέτοιο αριστούργημα μισό; Κανένας λεφτάς θα είναι που το ‘χει του πεταματού’. Προσπάθησε να στρίψει χωρίς να φαίνεται από τον φωτισμό της Σταδίου και να πιάσει τα σπίρτα του. ‘Που διάολο είναι; Αυτό του μπουφάν που βρήκα πεταμένο στην Αγίου Μάρκου είναι όλο τρύπες. Α, να! Έχει πιαστεί στο μπάλωμα στο πουκάμισο. Χε, χε! Θα τη ζεστάνουμε και πάλι τη βραδιά Μάρω μου!’ Η Μάρω κατέβασε τα αυτιά, έχωσε τη μουσούδα της στη χαρτόκουτα, τραβήχτηκε, γαύγισε δύο φορές και έφυγε.

‘Πού πας κορίτσι μου; Έλα θα περάσουμε ωραία απόψε!’ Το σκυλί γύρισε και τον κοίταξε με μάτια υγρά. Μια ματιά στο φανάρι, μια σε αυτόν. Τελικά γρύλισε, γαύγισε στα λάστιχα ενός διερχόμενου Toyota και γύρισε σε αυτόν. ‘Αφού σου είπα, θα περάσουμε ωραία!’. Με τη Μάρω κουλουριασμένη δίπλα του ανάβει το τσιγάρο. Πρώτη τζούρα, το κεφάλι πέφτει πίσω πάνω στο πάπλωμα που είχε ψαρέψει στο Θησείο. Όπως διώχνει τον καπνό, του φαίνεται ότι το πράσινο φανάρι της Σταδίου του γνέφει. ‘Άναψε πράσινο Μάρω μου. Απόψε όλα επιτρέπονται’. Το σκυλί όμως έχει σηκώσει το κεφάλι και έχει τεντώσει τα αυτιά. Ένιωθε την απειλή να πλησιάζει.

Όπως παίρνει την τελευταία τζούρα ακούει από τη γωνία μια καθαρή γυναικεία φωνή. ‘Σου περισσεύουν σπίρτα;’ ‘Αν σου περισσεύουν τσιγάρα κάτι θα κάνουμε’.  ‘Τσιγάρα όσα θες;’ Γυρνάει και βλέπει μια μελαχρινή, γύρω στο 1,70, βαμμένη, που φορώντας ένα φτηνιάρικο μαύρο φόρεμα προσπαθούσε να οδηγήσει κάτι δωδεκάποντες γόβες. ‘Πώς σε λένε;’ Ρωτάει περνώντας της τα σπίρτα. ‘Ελίνα, εσένα;’ ‘Χρήστο. Είναι το Ελίνα το πραγματικό σου όνομα;’ ‘Είναι αυτό που με ξέρουν στην πραγματική μου ζωή, οπότε ναι’. ‘Ωραίος τύπος φαίνεσαι Ελίνα’. ‘Δεν το ακούω συχνά αυτό, συνήθως μου λένε για τον κώλο μου οι άντρες’. Χαμογελάει και ζυγίζει το τι θα πει. Αυτή η πόρνη έχει πολύ καθαρό βλέμμα και πρόσωπο. Άσε που πάντα τρελαινόταν για τα λακάκια στα μάγουλα.

‘Περνάς συχνά από εδώ;’ Τη ρωτάει αφού είχε ανάψει το τσιγάρο. ‘Πολλές φορές κάθε νύχτα, εσύ μάλλον είσαι ο καινούριος στη γειτονιά’ απαντάει καθώς του περνάει ένα lucky strike. Το παίρνει και το κοιτάει. Δεν είναι Davidoff αλλά είναι ολόκληρο σκέφτεται. ‘Ναι, μόλις δεύτερη βραδιά εδώ, αλλά δε σκοπεύω να φύγω’. ‘Πώς και έτσι; Οι περισσότεροι την έκαναν από τότε που οι μπάτσοι κόβουν περιπολίες συχνά τα βράδια’. Κοιτάει την άφτρα, σκάει ένα χαμόγελο και γυρίζει σε αυτήν: ‘Εγώ Ελίνα μου δεν έχω τίποτα πια να χάσω. Έχω το πάπλωμά μου, τη χαρτόκουτά μου και τη Μάρω μου’, χαϊδεύει το σκυλί στο κεφάλι και συνεχίζει ‘Αν με μαζέψουν οι μπάτσοι στο καλό σενάριο θα με πάνε αυτόφωρο και θα έχω κρεβάτι και φαγητό για μια βραδιά. Στο κακό θα με μεταφέρουν σε τίποτα Λιόσια και σε δυο μέρες θα ‘μαι πάλι εδώ’. ‘Και γιατί εδώ; Φρέσκος είσαι στο δρόμο;’ ‘Είμαι λίγο φρέσκος, τρεις μήνες είμαι στο δρόμο. Και εδώ είναι ο λόγος. Δούλευα εδώ, στον πέμπτο. Και δε φεύγω από αυτά τα γαμημένα σκαλιά. Να με βλέπουν κάθε πρωί και να ξέρουν’.

Η Ελίνα παγώνει και αναζητά τις κατάλληλες λέξεις. ‘Δικηγόρος;’ Ρωτάει ‘Στον πέμπτο είναι δικηγόροι’. ‘Και πού το ξέρεις εσύ αυτό; Τους έχεις ή σε έχουν επισκεφτεί;’ ‘Όχι εγώ φιλόλογος σπούδασα, με είχαν καλέσει δυο φορές επάνω’. ‘Χάλασε ο κόσμος στο δρόμο, σπουδαγμένες βιζιτούδες και άστεγοι τουριστικοί πράκτορες. Αυτό ήμουν πάντως αφού με ρωτάς. Είχα παράθυρο όλον τον κόσμο και τώρα είμαι από την έξω πλευρά’. ‘Του κόσμου;’ ‘Όχι, του παραθύρου, βρίσκομαι στην καρδιά του κόσμου’. ‘Εσύ πώς ξεκίνησες;’ ‘Από επιλογή. Έκανα ιδιαίτερα, αλλά τα λεφτά που μου δίναν οι πατεράδες για να τους κάθομαι ήταν καλύτερα και πιο ξεκούραστα από το να διδάσκω τα κακομαθημένα τους. Κάνανε ιδιαίτερα και νομίζανε ότι θα πάνε από το δώδεκα στο είκοσι. Έτσι είπα να γίνω πουτάνα καριέρας’. ‘Δε χάνεις που μιλάς σε ‘μένα τώρα;’ ‘Όχι έχω ραντεβού πιο μετά, άλλωστε γουστάρω την παρέα σου’. ‘Την παρέα μας θέλεις να πεις’ και αγκάλιασε τη Μάρω.

Η Ελίνα χαμογέλασε, πλήγωσε τη γόπα με τη γόβα της και έγνεψε. ‘Ναι την παρέα σας. Γουστάρω που ήρθες εδώ, περιμένεις να σε δει κανείς; Από τα αφεντικά σου εννοώ’. ‘Όχι την έκαναν. Αλλά περιμένω τη μία στιγμή. Είναι μεγάλη ιστορία, πού να στη λέω τώρα…’ ‘Έχω χρόνο, είσαι να πάμε μια βόλτα και να μου την πεις;’ ‘Πού πάμε;’ ‘Θα δεις.’ ‘Αν μας δει ο νταβατζής σου τι θα πει; Εσύ έχεις κάτι να χάσεις’ ‘Αγοράκι μου, εγώ δουλεύω σόλο. Το πολύ – πολύ να νομίζουν ότι ο νταβάς μου είσαι εσύ’ ‘Με τα κουρέλια και το πάπλωμα στην πλάτη; Δε θα τη βγάλουμε μέχρι την Ομόνοια!’ ‘Δεν πάμε από Ομόνοια κούκλε. Έλα μάζευτα και πάμε’.

Αντίθετα με τη Μάρω που όταν άκουσε το ‘βόλτα’ ήταν ήδη στα πόδια της και περίμενε κουνώντας γοργά της ουρά της, αυτός σηκώθηκε αδύναμα και αργά. Δίπλωσε το πάπλωμα μέσα στη χαρτόκουτα και με ένα σπάγκο το έδεσε στη μέση του. ‘Πάμε, σε ακολουθώ’ ‘Δίπλα μου να είσαι να σε ακούω’. Λίγο αριστερά στη Σταδίου και μόλις μπαίνουν στην Παρνασσού αρχίζει να της εξηγεί το πώς βρέθηκε με μόνη περιουσία ένα πάπλωμα και μια χαρτόκουτα. ‘Ήταν Αύγουστος, η τουριστική σαιζόν στο φουλ και ήμουν στο γραφείο μόνος. Το είχα συνηθίσει γιατί από την αρχή που έπιασα δουλειά στο συγκεκριμένο γραφείο τα αφεντικά, ένα ζευγάρι, μου έλεγαν να έρχομαι να ανοίγω το πρωί και ότι αυτοί θα έρχονται πιο μετά, κατά τις 10:30 – 11:00 για να ρυθμίζουν εξωτερικές δουλειές. Τράπεζες και ιστορίες τέτοιες. Είχαμε στείλει ένα γκρουπ Ισπανία οχτώ μέρες, ένα άλλο Παρίσι και ένα τρίτο Σκανδιναβικές πρωτεύουσες. Το πόσους είχαμε φέρει από έξω στην Ελλάδα δεν προλαβαίνω να σου πω. Τέλος πάντων, χτυπάει το τηλέφωνο και είναι από Μαδρίτη και μου λέει ότι τα αεροπορικά εισιτήρια του γκρουπ δεν είναι πληρωμένα και δεν μπορούν να φύγουν από εκεί. Η ώρα ήταν 9:30 και αρχίζω να παίρνω εναλλάξ τα αφεντικά για να μου πουν τι γίνεται. Η οθόνη του υπολογιστή μου επιβεβαιώνει ότι έχει γίνει η κράτηση, αλλά όχι η πληρωμή. Τα τηλέφωνα χτυπάνε σαν τρελά και τα κατεβάζω ψάχνοντας να τους βρω, αλλά είναι άφαντοι.’ ‘Στρίβουμε Ευριπίδου, συνέχισε’.

‘Λοιπόν, σκάει και δεύτερο τηλεφώνημα από Παρίσι και μου λέει ότι το ξενοδοχείο δεν έχει πληρωθεί και το γκρουπ αυτό δε θα μπορέσει να μείνει εκεί το βράδυ αν δεν το καλύψει το γραφείο. Αρχίζω που λες να αγχώνομαι ότι κάτι δεν πάει καλά και πάω να δω στο χρηματοκιβώτιο, που είχαμε κάτι χρήματα έκτακτης ανάγκης. Έπρεπε να βρω δέκα χιλιάρικα μέσα, αλλά το μόνο που είδα ήταν τρεις αποδείξεις. Πιστεύω ότι έχουν πάει να μου τη φέρουν και πάνω που λέω να την κάνω χτυπάει το τηλέφωνο. Με την ελπίδα ότι είναι τα αφεντικά το σηκώνω, αλλά μαθαίνω ότι το Σκανδιναβικό γκρουπ έχει μείνει Στοκχόλμη και δεν μπορεί να πετάξει για Όσλο, γιατί μάντεψε!’ ‘Δεν είχαν πληρωθεί τα αεροπορικά τους!’ ‘Μπίνγκο! Και αρχίζουν να σκάνε φαξ από Ελλάδα. Κρήτη, Ρόδος, Κεφαλονιά, Κέρκυρα, Χαλκιδική, όπου είχαμε στείλει κόσμο να ζητάνε τις πληρωμές τους.’

Η Μάρω λοξοδρομεί προς τα Μπριτζολάκια του Τέλη και αφού μαζεύει ένα κόκκαλο γυρνάει ευτυχισμένη στην παρέα τους. ‘Έχω χάσει δύο κιλά ιδρώτα και παίρνω την απόφαση να φύγω. Ανοίγω όμως την πόρτα και βλέπω δύο μπάτσους και ένα εισαγγελέα.’ ‘Σε γάμησαν τα αφεντικά σου’ ‘Ναι οι καριόληδες! Ήξεραν ότι θα πάω το πρωί, όπως κάθε πρωί, και ήξεραν ότι δε θα φύγω κατευθείαν πριν καταλάβω τι γινόταν.’ ‘Σε μάζεψαν και σου τα φόρτωσαν όλα’. ‘Αφού ήμουν υπάλληλος εκεί και τα αφεντικά δε βρέθηκαν έπρεπε να καλύψω τις ανεξόφλητες οφειλές εγώ’. ‘Τα κερατιάτικα δηλαδή’ ‘Όπως ακριβώς τα λες. Μου πήραν 1.000 ευρώ που είχα στην τράπεζα, το σπίτι το έβγαλαν σε πλειστηριασμό, όχι το χτίριο γιατί νοίκιαζα, αλλά τα πράγματά μου, για να καλυφτούν περίπου τριάντα χιλιάρικα ζημιά. Φυσικά δεν έφτασαν, αλλά όσοι φεσώθηκαν, φεσώθηκαν’. ‘Εδώ Αριστοφάνους. Τι λες να έγιαναν τα λαμόγια’. ‘Μάλλον θα τα μάζεψαν, ότι πρόλαβαν δηλαδή και θα την έκαναν για κάποιον εξωτικό προορισμό’. ‘Και γιατί εκεί στα σκαλιά; Μάλλον, γιατί σου πήρε δυο μήνες να πας εκεί στα σκαλιά;’ ‘Επειδή ήμουν πολύ θυμωμένος. Αν πετύχαινα κάποιον από τους δυο μέχρι προχθές θα τον σκότωνα, δεν έχω άλλωστε τίποτα να χάσω. Όμως χθες εκεί που ήμουν στο Θησείο είδα κάποιον να θέλει να πηδήξει στο τρένο επειδή τον απέλυσαν και έχει τρία παιδιά. Εγώ έχω μόνο τη Μάρω που τα καταφέρνει και μόνη της. Έτσι αποφάσισα να περιμένω απέξω για να με δουν και να ξέρουν τι έκαναν. Και να ξέρω πότε θα τους ρουφιανέψω και εγώ με τη σειρά μου, όχι στους μπάτσους, σε όσους φέσωσαν. Γιατί σταματήσαμε;’

‘Φτάσαμε, αλλά θέλω να το ακούσω πρώτα όλο. Το σκυλί;’ ‘Όταν πήγα έξω από το σπίτι που έμενα στους Αμπελοκήπους ήρθε με μύρισε, κοίταζε μαζί μου το μπαλκόνι στο δεύτερο και με το πόδι της με παρηγορούσε. Από τότε είμαστε πάντα μαζί’. ‘Γουστάρεις εκδίκηση δηλαδή;’ ‘Ναι πολύ’, ‘Έλα μέσα.’ Η Ελίνα άνοιξε την πόρτα ενός υπογείου. Στο κέντρο του είχε τοποθετηθεί ένα στρογγυλό τραπέζι με χαρτιά κομμένα για μπιρίμπα. Αλλά τα τρία ποτήρια ουίσκι προέδιδαν ότι περίμεναν έναν να κλείσει το καρέ, τη  ντάμα. Ένας κοντούλης με γυαλιά και σγουρά μαλλιά βγήκε από το σκοτάδι και τους χαιρέτισε. Φόραγε μακρύ πουκάμισο χωρίς γιακά, αλλά δεν ήταν Άραβας, περισσότερο σε Γερμανό τουρίστα έφερνε. ‘Ελίνα ποιος είναι ο φίλος σου;’ ‘Χρήστος, εσύ είσαι ο…’ ‘Στέφανος, χάρηκα’ ‘Επίσης Στέφανε.’

Η Μάρω είχε φοβηθεί από το σκοτάδι και το τραπέζι με τα χαρτιά και το αλκοόλ την αγρίευε κάθε στιγμή που πέρναγε. Γρύλισε και κόλλησε πάνω στο πόδι του. ‘Αυτή είναι η Μάρω, μην την παρεξηγείς Στέφανε, είναι που δεν έχει συνηθίσει το σκοτάδι’. Σκύβωντας και χαϊδεύοντας το σκύλο απαντάει ‘Έλα μη φοβάσαι, θα σας πω εγώ. Χρήστο προσέχεις; Λοιπόν: Πίσω σου πόρτα, βγαίνει Αριστοφάνους, δεξιά στην πόρτα κρεβάτι Ελίνας, κομοδίνο, κρεβάτι δικό μου, στα πόδια του ντουλάπα. Ευθεία από την πόρτα το τραπέζι που βλέπεις, αριστερά του κρεβάτι Μάρκου, θα τον γνωρίσεις σε λίγο. Στα πόδια του κουζινίτσα και πιο αριστερά το μπάνιο.’ ‘Και το δωμάτιο απ’ όπου αναβοσβήνει εκείνο το λευκό φως;’ ‘Το control room, απέξω έχει ένα ελεύθερο κρεβάτι, μάλλον το παίρνεις’.

Control room σε τι;’ ‘Οργανώνουμε μια αντίδραση όλων των απόκληρων της Αθήνας’ είπε η Ελίνα που δεν είχε μιλήσει από τότε που μπήκαν στο υπόγειο. ‘Ο Στέφανος από εδώ έχει φύγει από το σπίτι του’. Ο Στέφανος ξεκουμπώνει και βγάζει το πουκάμισό του. Τα σημάδια από ζώνη είναι εμφανή στην πλάτη και στα χέρια του. ‘Ο πατέρας μου πίστευε ότι εγώ έφταιγα που τον απέλυσαν και δεν έβρισκε δουλειά. Και ποιο παλιά ότι εγώ έφταιγα που πάχυνε η μάνα μου.’ ‘Και εγώ είμαι ο εκπρόσωπος του τρίτου τομέα που φαντάζεσαι’ είπε μια φωνή από το control room. Η Μάρω κρύφτηκε πίσω από τα πόδια του όταν η ψιλή, ξερακιανή φιγούρα παρουσιάστηκε κοντά στο τραπεζάκι. ‘Μάρκος, χάρηκα Χρήστο, εσύ πρέπει να είσαι ο άστεγός μας. Εξαιρετική επιλογή Ελίνα.’ Τα μαύρα του δόντια μαρτυρούσαν την ‘άσπρη’ ζωή του. Οι κύκλοι γύρω από τα μάτια του το ίδιο. Το αριστερό του μπράτσο είχε αποκτήσει φακίδες από τα τρυπήματα. ‘Χάρηκα Μάρκο, ώστε με ψάχνατε; Έλα εσύ μη φοβάσαι.’ ‘Ναι ήσουν αυτός που μας έλειπε’.

‘Ξέρεις Χρήστο εγώ γνώρισα τα ναρκωτικά στο στίβο. Έκανα μήκος στον Πανελλήνιο και απέξω μας περίμεναν ένα σωρό βαποράκια. Κάποια στιγμή δοκίμασα, ήμουν 17 και κόλλησα. Αλλά από τότε είμαι στο κέντρο. Εμείς οι απόκληροι είμαστε το κέντρο. Το πραγματικό πρόσωπο της διπρόσωπης κοινωνίας. Τώρα η κυβέρνηση νομίζει ότι είναι ο Batman και μπορεί να κλείσει το Διπρόσωπο στο άσυλο. Δεν είναι έτσι όμως. Μας διώχνουν από τους δρόμους για να μη φαινόμαστε. Δε φαινόμαστε, άρα δεν υπάρχουμε. Για να μπορούν, λέει, οι πολίτες να κατεβαίνουν με ασφάλεια στο κέντρο. Αυτοί που δεν έχουν δουλειές και δεν κατεβαίνουν έτσι και αλλιώς. Οργανωνόμαστε για να βγούμε έξω, να τους πούμε ότι είμαστε εδώ, ότι δεν μπορούν να μας κρύψουν. Αυτοί πιστεύουν ότι αν δε μας δείχνει η τηλεόραση δεν υπάρχουμε. Υπάρχουμε όμως και κουβαλάμε το σταυρό μας. Υπάρχουμε και έχουμε δικαίωμα να ζούμε ελεύθεροι. Με τα πάθη μας και με τις αδυναμίες μας, όπου γουστάρουμε. Τους χαλάμε την εικόνα και την αισθητική, αλλά σκοπεύουμε να τους γαμήσουμε το κέντρο. Δε μας βοήθησε το κράτος όταν έπρεπε, μας τιμωρεί που είμαστε απόκληροι, ε και εμείς θα του στραπατσάρουμε τη μόστρα. Εδώ στην πρωτεύουσα’.


‘Μάρκο, Ελίνα, Χρήστο ελάτε να δείτε’ οι τρεις τους μπήκαν στο control room. Ένα ασημένιο γραφείο με ένα υπολογιστή επάνω και έναν ανεμιστήρα στο πλάι ήταν ότι γέμιζε το δωμάτιο. ‘Δείτε!’ Σε μια σελίδα που έφερε τον τίτλο ‘Το Μανιφέστο των Απόκληρων’ αναλύονταν όλα όσα έλεγε ο Μάρκος πριν. Κάτω χαμηλά υπήρχαν κάποια tags. ‘Τι είναι ρε Στέφανε;’ Ρώτησε απορημένη η Ελίνα με το πρόσωπό της σχεδόν κολλημένο στην οθόνη. ‘Έχουμε ήδη 20.000 likes! Δεν το καταλαβαίνεται; Η επανάσταση μας καλεί!’       

Δευτέρα 24 Ιουνίου 2013

Πρελούδιο 1: Blade


«Αυτή η Μπλεϊντ μας γάμησε τη ζωή τελικά ρε παιδί μου!» «Σκάσε ρε Κώστα, ακούει και το παιδί...!» «Τι να σκάσω ρε Μιχάλη, γιατί, ψέματα λέω;»
Φίλος καλός απ’ τα παλιά ο Κώστας. Tί φίλος δηλαδή, αδερφός… και σίγουρα ψέματα δε έλεγε. Αλήθεια ήταν… μας τη γάμησε τη ζωή! Αλλά δεν ήθελα να ακούει ο μικρός τέτοια λόγια γιατί μετά παίρνει θάρρος και τα επαναλαμβάνει με τη μία.
Κοίταξα την οθόνη στον τοίχο της κουζίνας: Κυριακή 30 Απριλίου 2034, 16:47 medium clouds, έγραφε με μπλε γράμματα το screensaver που αναβόσβηνε ρυθμικά, ενημερώνοντάς μας για τα αυτονόητα της ημέρας. «Αργήσαμε», σκέφτηκα…

«Μπαμπά τι θα πει Μπλεϊντ;» Να το! Το εννιάχρονο ραντάρ του σπιτιού και μοναχογιός μου, δεν έχασε την ευκαιρία και πετάχτηκε αμέσως στην κουβέντα. Βέβαια το ότι ρωτούσε για την Μπλεϊντ ξεπερνώντας εύκολα το… «μας γάμησε τη ζωή», με έκανε να αμφιβάλω ελαφρώς για την ποιότητα του λεξιλογίου του, αλλά τι να ψάχνεις τώρα… Έκανα λοιπόν κι εγώ τον αδιάφορο και απάντησα κανονικά.
«Δεν τα’ χετε πει στο σχολείο ρε συ; Μπλεϊντ (Blade), είναι η ονομασία που δόθηκε στη δεκαετία από το 2010 ως το 2020, τότε που η οικονομική κρίση βούλιαξε όλες τις παγκόσμιες οικονομίες. “Black Decade”, έτσι την ονόμασαν αγόρι μου, δηλαδή “μαύρη δεκαετία”. Αργότερα με το λέγε-λέγε, κάποιος εξυπνάκιας δημοσιογράφος ή σχολιαστής πήρε το black decade και το έκοψε σε blade που σημαίνει και λεπίδα και κάνει καλό συνειρμό με όσα μας έκανε εκείνη η δεκαετία. Κι έτσι μας έμεινε… Κατάλαβες τώρα; Αυτό θα πει Μπλεϊντ λοιπόν, αλλά κανονικά έπρεπε να το ξέρεις ήδη από το σχολείο σου. Άντε στη μαμά τώρα να σου πει τι θα φορέσεις, αργήσαμε για το γήπεδο…»

Πανιώνιος – ΑΕΚ έπαιζαν στις 7 το απόγευμα και δε θα το χάναμε. Το σπίτι μας ήταν σχεδόν απέναντι από την πλατεία, οπότε σε δέκα λεπτάκια θα ήμασταν άνετα εκεί με τα πόδια. Αλλά από τότε που ίσχυσε η ελεύθερη είσοδος σε όλα τα αθλητικά γεγονότα, για να βρεις καλή θέση κάπου, έπρεπε να πας αναγκαστικά από νωρίς.

«Ρε Μιχάλη, θυμάσαι κάποτε που πληρώναμε 30 και 40 ευρώ για να δούμε ένα ματς;» , γκρίνιαξε ο Κώστας… «Δε τα θυμάσαι καλά. Εγώ πλήρωνα, εσύ έμπαινες με την καβάτζα της δημοσιογραφικής ταυτότητας», του πέταξα. «Ναι, αλλά τότε είχα και δουλειά», με έκοψε αμέσως…

Άλλες εποχές… Μετά ήρθε η πουτάνα η κρίση και άλλαξαν πολλά. Με τόση ανεργία, χωρίς λεφτά και δουλειές, τι να σου κάνουν και οι κυβερνήσεις; Δώσε μπάλα στον κοσμάκη να ξεχαστεί…  Γι’ αυτό και οι τηλεοπτικές μεταδόσεις πλέον δια νόμου δίνονταν μόνο στα ελεύθερα πανελλαδικά δίκτυα. Και φυσικά διάσπαρτες χρονικά σε όλη τη μέρα για να χορταίνει το μάτι μπαλίτσα χωρίς να μπερδεύεται με παράλληλες μεταδόσεις. Ρε δε γαμιέται το σύμπαν, όλα μια χαρά! Η στρογγυλή θεά να κυλάει κι ας σταματήσει όλη η γαμημένη η υδρόγειος! Έμπαινες και σε οποιοδήποτε γήπεδο ήθελες τζάμπα απλά με την ταυτότητά σου... Ε, τι άλλο να ζητήσεις; Έχει κι η αχαριστία τα όριά της! Εντάξει, όλα αυτά αρκεί φυσικά να ήταν καθαρό το μητρώο σου...

Βέβαια δεν υπήρχε και άλλη επιλογή αφού τα συνδρομητικά κανάλια είχαν πτωχεύσει εδώ και χρόνια. Άσε που η ιδέα της πώλησης εισιτηρίων είχε εγκαταλειφθεί στα μέσα της Μπλεϊντ…Στην τελική ποιος είχε την οικονομική δυνατότητα να πληρώσει εισιτήριο ή συνδρομή για να δει οποιοδήποτε άθλημα ; Τι λέμε τώρα, κανείς! 

Τελικά με τα πολλά ξεκινήσαμε. Βρήκαμε και καλές θέσεις στο γήπεδο, ο μικρός έτρωγε κάτι πατατάκια, ο Κώστας έλεγξε το απαρχαιωμένο in-pod του κι εγώ χάζευα δεξιά - αριστερά. Σε λίγα λεπτάκια οι δεκάδες των ομάδων μπήκαν στο γήπεδο με το διαιτητή. «Μπαμπά, αλήθεια είναι ότι παλιά ήταν τρεις οι διαιτητές;»
Ωχ, ρε γαμώτο, αν μ’ έπιανε ο μικρός στις ερωτήσεις, δε θα με άφηνε να δω ούτε φάση… «Δεν ήταν έτσι ακριβώς… απλά υπήρχε ο διαιτητής και επιπλέον υπήρχαν δύο βοηθοί του.» «Βοηθοί του; Καλό! Βοηθοί του σε τι ρε μπαμπά;»
« Ρε παιδί μου, μην το βλέπεις έτσι. Τότε δεν είχαν τα ψηφιακά καρέ στιγμής για να βλέπουν αμέσως τι έχει γίνει σε μια φάση. Μπορεί να σου φαίνεται απίστευτο, αλλά τότε όλες τις αποφάσεις τις έπαιρνε ο διαιτητής. Φάουλ, πέναλτι, άουτ, δεν έβγαιναν αυτόματα όπως τώρα… όλα αυτός τα σφύριζε… Άσε και τα οφ-σαϊντ…» «Ποια οφ-σαϊντ;» «Τίποτα, άστο αυτό, ένας παλιός ποδοσφαιρικός κανόνας ήταν που καταργήθηκε… Όμως σου λέω χρειαζόντουσαν και ο διαιτητής και οι βοηθοί του, τα πράγματα ήταν αλλιώς τότε… είχαν μπόλικη δουλειά… για παράδειγμα στα χρόνια μας οι ομάδες είχαν από έντεκα παίκτες» «Έντεκα παίκτες; Τι έντεκα παίκτες ; Γιατί ρε μπαμπά;» «Ε, έτσι ήταν ο κανονισμός ρε παιδάκι μου… Μετά άλλαξε, όταν ήθελαν να βλέπει ο κόσμος πιο θεαματικό ποδόσφαιρο και περισσότερα γκολ για να ξεχνιέται από τα οικονομικά… Άσε που οι ομάδες δεν είχαν λεφτά να συντηρούν πολλούς παίκτες.» «Έντεκα όμως ρε μπαμπά; Περίεργο μου φαίνεται… πώς σας ήρθε; Και πως το λέγατε τότε; Ενδεκάδα; Χα-χα-χα!! Και τι έκανε ο ενδέκατος παίκτης ; » «Ό,τι και οι υπόλοιποι ρε παιδί μου… τί διαφορετικό να έκανε δηλαδή; Μην το συγκρίνεις με τώρα, τότε ήταν φυσιολογικό το να είναι έντεκα οι παίκτες…» 


Αχ αυτός ο μικρός και οι απορίες του! Δε λέω, χαιρόμουν να με εμπιστεύεται και να με ρωτάει τα πάντα. Άσε που μου θύμιζε κάπου και τον εαυτό μου. Αλλά πολλές φορές ήθελα απλά να αράξω και να μη χρειαστεί να εξηγήσω τίποτα και σε κανέναν.

Ευτυχώς με το που άρχισε ο αγώνας απορροφήθηκε στην μπάλα και με άφησε να το χαρώ. Όπως και όλοι τριγύρω μας… Σκέφτηκα ότι τελικά αν δεν είχαμε και το ποδόσφαιρο όλα στη ζωή θα μας φαινόντουσαν πολύ μα πολύ μαλακισμένα.

Ο Κώστας πιο δίπλα είχε κιόλας αρχίσει να γράφει στο in-pod του… Εδώ και τρία χρόνια έγραφε ρεπορτάζ, σχόλια και άρθρα για όλα τα ματς που παρακολουθούσαμε… και μετά τα έστελνε παντού. Και στις δύο αθλητικές εφημερίδες που υπήρχαν… και στις τέσσερις πολιτικές… και στα δύο ενημερωτικά σαϊτ… και στα δύο ιδιωτικά κανάλια της τηλεόρασης… κυριολεκτικά παντού! Και αν υπήρχε και ραδιοφωνικός σταθμός που να ασχολείται έστω και λίγο με τα αθλητικά, είμαι σίγουρος ότι θα τα έστελνε και εκεί! Είχε την ελπίδα ότι ίσως κάποια στιγμή βλέποντας τα ρεπορτάζ του, θα του έδιναν κάπου δουλειά… έστω και παρτ-ταϊμ.

Δεν του το έλεγα για να μην τον απελπίσω, αλλά ήμουν σίγουρος ότι δεν υπήρχε περίπτωση ποτέ να πετύχει κάτι με αυτόν τον τρόπο. Εξάλλου χιλιάδες άνεργοι δημοσιογράφοι έκαναν καθημερινά το ίδιο πράγμα με αυτόν… ποιος να τους δώσει δουλειά και που; Τέλος πάντων, δεν υπήρχε και κάτι άλλο να κάνει οπότε άσ’ τον…

Το παιχνίδι πήγαινε προς το εκατοστό λεπτό. Το θυμάμαι σαν τώρα. Μέτριο ματσάκι, 3-3 το σκορ και όλα έδειχναν πως πηγαίναμε για το «γκολ-λήξη». «Μπαμπά-μπαμπά! Πότε πρωτο-ξεκίνησε το “γκολ-λήξη”;» «Έλα ρε παιδί μου, άσε με να δω λίγο… Στο μουντιάλ του 2018, τότε που καταργήθηκε οριστικά η ισοπαλία. Μα καλά, “Κοινωνικά φαινόμενα” δεν κάνετε στην 4η; Για την ιστορία του ποδοσφαίρου δεν σας έχουν πει τίποτα;» «Κάναμε για την τριετία εξάλειψης της βίας το 2015 με 2018 και για την κατάργηση του επαγγελματικού αθλητισμού το 2022…Οι κανονισμοί αθλημάτων είναι του χρόνου ρε μπαμπά! Άμα βαριέσαι να μη σε ρωτάω τίποτα! » «Καλά-καλά… ρώτα ό,τι θες…»
Εκείνη την στιγμή ένιωσα το κινητό μου να δονείται ενοχλητικά μέσα στην τσέπη μου. «Ποιος καργιόλης παίρνει την ώρα της μπάλας; Είναι δυνατόν;», σκέφτηκα τσαντισμένος… «Έλα, Μιχάλη» «Έλα ρε Λιζάκι, τι θες;»

«Μιχάλη…Μι…Μιχάλη….» Κατάλαβα ότι η φωνή της έτρεμε. Σίγουρα κάτι είχε συμβεί. «Τι τρέχει ρε Λίζα; Πες, τι έγινε;» «Μιχάλη, με πήραν από τη δουλειά. Άσε… μου διέκοψαν τη σύμβαση. Μου τη διέκοψαν, έτσι απλά! Τη Δευτέρα μου είπαν ότι πρέπει να τα μαζέψω…» «Όχι ρε πούστη μου! Και στο είπαν τώρα;» «Πριν λίγο με πήραν.» «Τι μαλάκες, Κυριακάτικα…» «Μιχάλη τι θα κάνουμε; Καταστραφήκαμε!» «Στάσου ρε Λιζάκι, περίμενε, κάπως θα τα φέρουμε βόλτα.»
«Πως; Με τα 300 ευρώ που παίρνεις εσύ; Με δουλεύεις; Ούτε να φάμε δε θα ‘χουμε…»

Είχε δίκιο… Μπροστά μας είχαμε κανονικό γκρεμό. Τα δύο κατοσταρικάκια που έβγαζε εκείνη μπορεί να ήταν λιγότερα, αλλά μας ξελάσπωναν στα δύσκολα. Τώρα με το δικό μου μόνο μισθό, τα πράγματα σκούραιναν. Αλλά τι να κάνεις; Τι να πεις; Όλοι στο ίδιο καζάνι βράζουμε… Καθώς έκλεινα το τηλέφωνο με την απελπισμένη Λίζα, άκουσα μια κραυγή «ε, δεν το πιστεύω ρε!!!!» που ερχόταν δίπλα μου από τον Κώστα.

«Κώστα μας άκουσες, ε; Η Λίζα ήταν… Άσε, έρχονται ζόρια!» του είπα.
«Ποια Λίζα ρε;» μου ούρλιαξε αυτός…… «δες εδώ!», και μου έδειξε την οθόνη του
in-pod του. Η είδηση ήταν πραγματικά απίστευτη. Η Πορτογαλία λόγω οικονομικών προβλημάτων είχε αποσυρθεί από τη διοργάνωση του Καλοκαιρινού μουντιάλ και το είχαμε πάρει εμείς!!! «Ραντεβού τον Ιούλιο στην Ελλάδα στην Παγκόσμια γιορτή του ποδοσφαίρου», έγραφε ο τίτλος… Απίστευτο… Σοκαριστικό… Ειλικρινά νόμιζα ότι κάποιο λάθος θα είχε γίνει. Δεν μπορεί, ψέματα θα’ ναι, μας δουλεύουν…

Σιγά-σιγά ένα σούσουρο απλώθηκε στις εξέδρες. Προφανώς η είδηση ήταν αληθινή και είχε αρχίσει να κυκλοφορεί. Σε ελάχιστα λεπτά πέρασε και στον ηλεκτρονικό πίνακα του γηπέδου: «Το φετινό μουντιάλ στην Ελλάδα!» έγραφε θριαμβευτικά.

Όλοι σηκωθήκαμε όρθιοι. Όλοι, παντού… Αρχίσαμε να χειροκροτούμε και να ζητωκραυγάζουμε. Αμέσως το γήπεδο άρχισε να σείεται από τις φωνές : «Οοοοε – οε- οε-οεεεεεεε, μουντιάλ-μουντιάλλλλ!!!»  Ενθουσιασμός, παραλήρημα… Κανείς δεν έδινε σημασία πια στον αγώνα που παιζόταν. Ούτε καν θυμάμαι ποιος έβαλε το «γκολ-λήξη». Αφού και οι ίδιοι οι παίχτες είχαν πάρει χαμπάρι τι γινόταν και το γλένταγαν κανονικά. Όλοι χορεύαμε όρθιοι ρυθμικά και τραγουδούσαμε μεθυσμένοι από ευτυχία! Το μουντιάλ ήρθε έστω και την τελευταία στιγμή, έστω και από σπόντα στην Ελλάδα! Θα χορταίναμε μπαλίτσα ρεεεεεεε… Το Καλοκαίρι του ’34 θα ήταν από τα καλύτερα της ζωής μας! Φύγαμε όλοι μαζί από το γήπεδο. Ένα εκστασιασμένο μπουλούκι που χόρευε και τραγουδούσε στους δρόμους. Ο μικρός; Τρελαμένος. Εμείς; Σε ντελίριο. Φτάσαμε στην πλατεία με μπύρες στα χέρια και τα ουρλιαχτά μας συντονισμένα στο ρυθμό.

«Ρε συ, είπες ότι πήρε η Λίζα; Τι ήθελε;»… ο Κώστας βρήκε την στιγμή να μου θυμίσει το τηλεφώνημα. Ωχ, αυτό το είχα αφήσει στην άκρη… Αλλά έτσι κι αλλιώς, κάτω απ’ το σπίτι ήμασταν.  «Έλα, φώναξε τη μάνα σου να κατέβει», είπα στον μικρό. Πραγματικά, τρία λεπτάκια μετά, η Λίζα φάνηκε στην είσοδο με το παιδί. Ήταν πανέμορφη… με τα μάτια της βέβαια κατακόκκινα. Προφανώς όλη αυτή την ώρα έκλαιγε.

«Λιζάκι…»
«Μου τα είπε ο μικρός…»
«Έλα ρε Λιζάκι μου… χαρά έχουμε!»

Την κοίταζα. Έδειχνε σφιγμένη, κουρασμένη και σκεφτική και η φωνή της βγήκε σιγανά: «Θα πεινάσουμε ρε Μιχάλη…» «Ήδη πεινάω σα λύκος ρε Λιζάκι μου… λίγο παραπάνω δεν πειράζει…» Κατέβασε για λίγο το κεφάλι… αλλά έστω και αργά-αργά ένα χαμόγελο άρχισε να ζωγραφίζεται διστακτικά στο πρόσωπό της… Συνέχισε πάλι με σιγανή φωνή : «Δηλαδή…, πήγαν πάσο οι Πορτογάλοι;» «Ναι ρε Λιζάκι… Πάσο!» «Δηλαδή…, 2034, το Καλοκαίρι της Ελλάδας;» «ΝΑΙ ρε Λίζα μου!!! Το δικό μας Καλοκαίρι!!!» Την άρπαξα στην αγκαλιά μου και τη σήκωσα ψηλά. Γέλασε με την ψυχή της. Ο μικρός γραπώθηκε από το πόδι μου. Μαζί με τον Κώστα, αρχίσαμε να τρέχουμε και οι τέσσερις τριγύρω σαν τρελοί. Όλος ο κόσμος ήταν ήδη έξω… Οι δρόμοι κλειστοί, τα μπαλκόνια γεμάτα, η πλατεία πλημμυρισμένη. Λίγο πράγμα είναι; 32 Εθνικές ομάδες, 8 όμιλοι, 64 αγώνες μέσα στο Καλοκαίρι, όλοι εδώ, κοντά μας, στο σπίτι μας! Πιαστήκαμε αγκαλιά όλοι μαζί, γνωστοί και άγνωστοι… μια παρέα, μια φωνή… «Οοοοε – οε- οε-οεεεεεεε, μουντιάλ- μουντιάλλλλ…!!!!!» 

G.F., 23 Ιουνίου 2013 

Σάββατο 22 Ιουνίου 2013

Συνεδρία 7: Στερεότυπα


Αφορμή παίρνω από ένα κείμενο ενός Έλληνα που ζει στη Βραζιλία. Αποκλείεται να μην το έχετε διαβάσει. Το βρήκα πολύ κατατοπιστικό όχι μόνο για το τι συμβαίνει στη Βραζιλία, αλλά γενικότερα για το πώς λειτουργούν τα στερεότυπα. Αλλά αυτό είναι μόνο η αφορμή.

Έχω επισκεφτεί τη Λατινική Αμερική. Ήμουν κατά βάση στην Αργεντινή αλλά πέρασα τα σύνορα δύο φορές, μια για να πάω απέναντι στην Ουρουγουάη και μια στους καταρράχτες του Iguasu, όπου πέρασα στη Βραζιλιάνικη πλευρά. Είναι ένας άλλος κόσμος, ειδικά εκτός των μεγάλων πόλεων. Το Buenos Aires είναι μια Αμερικανική monster city με πολύ ευχάριστους ανθρώπους. Στο κέντρο και στα πλούσια προάστια. Στο υπόλοιπο της πόλης δεν πήγαινες μετά τη δύση του ηλίου, πόσο μάλλον τρία μόλις χρόνια μετά το κραχ. Φυσικά ο κόσμος δε χόρευε παντού tángo, το οποίο ήταν τουριστική ατραξιόν, αλλά ζούσε για την μπάλα. Ο ανδρικός τουλάχιστον, διότι οι γυναίκες δεν ήταν ιδιαίτερα θερμές σε αυτό. Τα δέντρα στα πάρκα ήταν φυτεμένα στα 6,75 για να μην ψάχνουν τα παιδιά τέρματα. Το ποδόσφαιρο ως γραφειοκρατική πρακτική. Τα στερεότυπα βέβαια έχουν ισχυρές αντιστάσεις. Οπότε αν δεις δυο χορευτές στο δρόμο λες: ‘Να ρε που δε χορεύουν tángo!’ Έτσι πρέπει να τα χτυπήσεις με ένα ρόπαλο.

Και αρκετά δυνατά για να σπάσει το περίβλημα θα συμπλήρωνα.  Αλλά αυτό δουλεύει και ανάποδα. Ειδικά όταν η απόσταση διαστρεβλώνει την πραγματικότητα και ενισχύει τα στερεότυπα. Πηγαίνω σε κάποια φάση σε ένα βιβλιοπωλείο στο κέντρο του Buenos Aires και πάω να πληρώσω. Κρατάω ένα τρίτομο με τα άπαντα του Borjes και δύο βιβλία του Cortazar. Με ρωτάει ο βιβλιοπώλης από πού έρχομαι και όταν του λέω Ελλάδα μου απαντάει: Oh, la cultúra, la filosofía! Με είδε με τα βιβλία φαίνεται και του επιβεβαίωσα το στερεότυπο. Είπα να μην του το χαλάσω και να του πω ‘Ακριβώς όπως τα λες μεγάλε είναι. Έλα μια βόλτα να το δεις και μόνος σου’. Του ζήτησα να μου δώσει και τα άπαντα της Mafalda που μόλις είχαν κυκλοφορήσει, μου χάρισε το Canto General του Neruda και ήμασταν και οι δυο ευτυχισμένοι. Λίγο σαν κωμωδία του Σιρανό.
     
Γυρνώντας από εκεί βρέθηκα στην ίδια Ελλάδα της νιρβάνας που είχα αφήσει. Εδώ που τα στερεότυπα έχουν χτίσει μια βασιλεία με ένα κονκλάβιο ισχυρότερο από το Buckingham. Φτάνω στο σπίτι στην Αθήνα και αφού ξεπακετάρω παίρνω ένα ταξί να πάω να βρω την παρέα μου κάπου στο Περιστέρι. Φοράω μαύρο τζιν, μαύρο μπλουζάκι και έχω μούσι βδομάδας. Ο ταξιτζής με κοιτάει και με ρωτάει: ‘Κρητικός είσαι;’. Του απαντάω ‘Ναι, γιατί υπάρχει κάποιο πρόβλημα;’. ‘Όοο, όχι βέβαια, που πάμε;’. ‘Περιστέρι, στον πεζόδρομο’. Κρατάω εντωμεταξύ μερικές τσάντες με πράγματα που είχα φέρει να μοιράσω στα παιδιά. Αρχίζω μέσα στο ταξί να τα χωρίζω για να δώσω στον καθένα τη δική του. Ο ταξιτζής κοιτάζει αγχωμένος τον καθρέπτη και το χρωματάκι του είναι ασορτί με το όχημα που οδηγεί. Αυτή τη φορά και έχοντας πολλή καλή διάθεση λέω να το διασκεδάσω λίγο. Του λέω ‘Μην ανησυχείς, το τριανταοχτάρι το έχω πάντα σπίτι. Δε μ’ αρέσει να κυκλοφορώ κι οπλοφορώ’.

Καθώς μπαίνω στο μαγαζί που ήταν μαζεμένοι οι υποδέλοιποι στριφογυρίζει στο μυαλό μου το πόσο κολλημένοι είναι κάποιοι άνθρωποι με προκάτ ιδέες και εντυπώσεις. Αφού προηγούνται οι απαραίτητες χαιρετούρες και προχωράω σε διανομή των εξωτικών αγαθών, αρχίζει μια κουβέντα ότι αυτά που τους έδωσα ήταν ταιριαστά. Ξέρω τους φίλους μου σκέφτομαι. Το λέω και φωναχτά και μια κοπελιά λέει ότι αν ήμουν γυναίκα θα έκανα άλλες επιλογές. Αφού διώχνω το συννεφάκι με τα ερωτηματικά που είχε ξεπηδήσει πάνω από το κεφάλι μου ρωτάω πώς το εννοεί, δεδομένου ότι θεωρούσα, και παραδέχτηκαν, ότι τα πεσκέσια ήταν προσαρμοσμένα στο καθένα ξεχωριστά. ‘ΕΕΕ, άντρες και γυναίκες σκεφτόμαστε τα δώρα αλλιώς’. ‘Ναι βρε παιδί μου, αλλά εξήγησέ το. Να το δεχτώ αν ήταν απρόσωπο δώρα σε κάποιο γάμο, ας πούμε, αλλά σε φίλους τι διαφορετικό μπορεί να γίνει;’. ‘ΕΕ είναι γνωστό ότι οι γυναίκες είμαστε πιο γάτες’.

Μάλιστα θα πω εγώ σε όλα αυτά. Στερεότυπα που μας στοιχειώνουν την κρίση. Οι Αργεντίνοι χορεύουν όλοι tángo και βγάζουν δεκάρια. Στη Βραζιλία έχουν οι γκόμενες καμπυλωτούς κώλους, πίνουν καφέ και έχουν φαντεζί επιθετικούς. Στην Ισπανία αν δεν πηγαίνουν στις ταυρομαχίες αλλάζουν 758 πάσες για να βάλουν γκολ. Στην Ιταλία είναι κάτι φινετσάτοι μακαρονάδες που παίζουν catenaccio. Οι Έλληνες χορεύουν συρτάκι, είναι ανοργάνωτοι και παίζουν μόνο άμυνα. Οι δημόσιοι υπάλληλοι είναι χαραμοφάηδες τεμπέληδες, οι ξένοι πίνουν το αίμα μας, οι Αμερικανοί είναι φονιάδες των λαών, οι Τούρκοι Ούννοι και οι Ρώσοι αρκούδες. Οι γυναίκες ήρθαν από την Αφροδίτη και οι άντρες από τον Άρη. Και εγώ εγκλωβίζομαι στη διελκυστίνδα της άκριτης ανοησίας με το κλισαρισμένο στερεότυπο. Θα ήθελα πολύ να κόψω το σχοινί με τέτοιο τρόπο που να πέσουν και οι δύο στο λάκκο, αλλά αυτά είναι υψηλές προσδοκίες.

Υψηλές προσδοκίες διότι τα στερεότυπα έχουν εντυπωθεί και αναπαραχθεί από το κοινωνικό γίγνεσθαι συνολικά. Από την πιο μικρή ηλικία για το τι πρέπει να κάνει, να παίζει, να φοράει το αγόρι και τι το κορίτσι, στο σχολείο για το πώς συμπεριφέρονται οι καλοί και πώς οι μέτριοι ή οι κακοί μαθητές, μέχρι… παντού. Οι εικόνες και οι ιδέες που αναπαράγονται στο σπίτι, στο σχολείο, στα ΜΜΕ δε δημιουργούν αλλά εμπεδώνουν ή καλλιεργούν στερεότυπα. Και δεν μπορώ να θεωρήσω τα μέσα αναπαραγωγής γενεσιουργούς αιτίες επειδή τα στερεότυπα εδράζονται στο παρελθόν. Είναι παγιωμένες αντιλήψεις μετά από επαναληπτική παρατήρηση ή εφαρμογή κανόνων (πιο πολύ στη θρησκεία πάει αυτό). Οι φορείς κοινωνικοποίησης εντείνουν απλώς την παρουσία τους, αυξάνουν την ισχύ τους και οξύνουν τη διαβρωτική τους επίδραση στις ανθρώπινες σχέσεις. Όμως κάποια στιγμή θα φτάσει ο καθένας σε ένα σταυροδρόμι.

Εκεί, διακρίνεται ο φυγόπονος από αυτόν που έχει ‘θέληση για μάθηση και μεράκι γνώσεων’, που έλεγε και μια ψυχή. Όταν φτάνεις να το αντιμετωπίσεις πόσο ανοικτό μπορείς να έχεις το μυαλό σου; Πόσο καλά ασφαλισμένες είναι οι κλειδωνιές των στερεοτύπων; Πιστεύω στον άνθρωπο και στις ικανότητές του. Τα βήματα που έκανε η ανθρωπότητα μπροστά έγιναν από μερικούς βλαμμένους που τόλμησαν να τα βάλουν με αυθεντίες. Να τις αμφισβητήσουν και να αλλάξουν οπτική. Αυτή τη στιγμή υπάρχουν κάτι περίεργοι με επικεφαλή ένα Βορειο-Ιρλανδό στο CERN που κάνουν πειράματα αμφισβητώντας τον Einstein. Που με τη σειρά του απέδειξε το Νεύτωνα λάθος και πάει λέγοντας. Η κατάρριψη της προκάτ ιδέας δε γίνεται με στυγνή άρνηση, αλλά με αναζήτηση λογικών και πειστικών απαντήσεων. Θα το χαρακτήριζα επιστήμη και υποχρέωση του κάθε πολίτη σε μια δημοκρατική κοινωνία, αλλά αυτά είναι τα δικά μου στερεότυπα.         

Σάββατο 15 Ιουνίου 2013

Συνεδρία 6: Ο Χορός των Τεράτων


Μένω εδώ και δύο περίπου χρόνια στο Λονδίνο. Μια πόλη που φημίζεται για τα θέατρά της και κυρίως για τα musical που ανεβαίνουν στις αίθουσές της στο West End. Μόνο που αντιπαθώ βάναυσα το είδος και δεν έχω πάει να δω κανένα. Αυτό το σοβαροφανές, παιχνιδιάρικο παραμύθι των musicals μου τη δίνει στα νεύρα. Ή κοινωνικό θέατρο, ή παραμύθι, το ενδιάμεσο μου φαίνεται σάχλα. Επειδή όμως οι εξελίξεις στην Ελλάδα έχουν περάσει προ πολλού το όριο της σάχλας θα κάνω το κείμενο musical. Αντί για ένα τραγούδι στο τέλος του κειμένου, θα υπάρχει ένα σε κάθε παράγραφο. Μεταφράσεις για τα μη Ελληνικά ή Αγγλικά τραγούδια δεν υπόσχομαι, αλλά αν το ζητήσετε κάτι θα γίνει.

Από μακριά όλα φαντάζουν σα μια κακογραμμένη σάτιρα. Κοροϊδία της λογικής με λίγο από προστυχιά για να γελάει ο κόσμος. Ο κόσμος σοκαρίστηκε όμως και δεν κατάλαβε τη χοντράδα. Τα μέσα στο εξωτερικό δεν κατάλαβαν τον τρόπο με τον οποίο έγινε ότι έγινε. Αναφέρουν το γεγονός χωρίς ακόμα να υπάρχουν σχόλια και γνώμες από τους δημοσιογράφους των μεγάλων διεθνών εφημερίδων και καναλιών. Στέκονται ενεοί απέναντι στην πραγματικότητα, που για άλλη μια φορά επιβεβαιώνει το θείο Αλβέρτο και ξεπερνά τη φαντασία. Και όλα αυτά στη χώρα μου.

Να δούμε την ιστορία λίγο λυρικά. Βρίσκομαι σε μια αίθουσα συνεδριάσεων με πέντε καθηγητές. Οι δύο από αυτούς μεταξύ τους δε μιλιούνται. Το ζήτημα που είχαμε ήταν η επιλογή της αντιπροσωπίας που έπρεπε να στείλει το πανεπιστήμιο σε μια προσομοίωση διεθνούς κρίσεως στο εξωτερικό. Είχαν μπει και από το παράθυρο οι φοιτητικές παρατάξεις να μας ‘προτείνουν’, δηλαδή να μας επιβάλλουν τις επιλογές. Το πρόβλημα ήταν διαδικαστικό. Εμείς, εγώ και άλλοι τρεις, ήμασταν αυτοί που θα κάναμε την τελική επιλογή καθώς την προηγούμενη χρονιά είχαμε αποσπάσει βραβεία από την ίδια προσομοίωση και ανήκαμε πλέον στους διοργανωτές. Άλλωστε θα αναλαμβάναμε και την καθοδήγηση των νέων παιδιών. Οι καθηγητές μας έβλεπαν ως λύτρωση απέναντι στις παρατάξεις. Αυτοί είχαν νταραβέρια μαζί τους, εμείς το πολύ-πολύ να μην τους δίναμε τέσσερις ψήφους. Έτσι ήταν το σύστημα.

Βέβαια οι καθηγητές προσπαθούσαν να μας καθοδηγήσουν. Ο καθένας προς τους φοιτητές που είχαν προτίμηση, ή σχέσεις. Και εμείς είχαμε τα παιδιά από τις παρέες μας να μας πιέζουν. Μέσα σε αυτό το σκηνικό ένας από εμάς κάνει την εξής πρόταση: Έχουμε 25 θέσεις στην προσομοίωση. Αυτή τη στιγμή έχουμε 38 αιτήσεις συμμετοχής. Μας λέτε εσείς ποιοι δε θεωρείτε ότι θα εκπροσωπήσουν επάξια το πανεπιστήμιο. Αν συμφωνούμε βλέπουμε πόσοι υπολείπονται για να μείνουν απέξω. Ξεκινούν οι καθηγητές και συμφωνούν σε δέκα. Για να μην τους το χαλάσουμε συμφωνούμε με τη σειρά μας και εμείς, αφού δεν είχαμε και καμιά φοβερή ένσταση. Άλλοι τρεις λοιπόν. Αρχίζουν οι δύο άσπονδοι καθηγητές να τσακώνονται για το τους υπόλοιπους. Εγώ έχω αράξει σε μια καρέκλα και γράφω σε μια κόλλα 20 ονόματα. Τη δίνω στους άλλους τρεις και μου τη γυρνάνε πίσω με check δίπλα σε κάθε όνομα. Σηκώνομαι, τη δίνω στον πρύτανη και λέω: Αυτούς τους 20 τους θέλουμε οπωσδήποτε μαζί μας. Από τους άλλους 8 περιμένουμε να μας πείτε εσείς ποιοι τρεις δε θα έρθουν. Και πάω έξω για καφέ και τσιγάρο. Κακές συνήθειες.

Έχω πάει σε ένα café ένα τετράγωνο παραπάνω και μόλις που έχει φτάσει ο καφές και έχω πάρει τη την πρώτη τζούρα από την τυχερή ζαριά και έρχεται ο Π. ‘Δεν μπορείς να φανταστείς τι γίνεται μέσα’ μου λέει. ‘Μπορώ, αλλά δεν αντέχω να το παρακολουθήσω’ του απαντάω. ‘Όχι δεν κατάλαβες, πήραν τηλέφωνο έξω και ζητάνε να μας δώσουν τρεις θέσεις παραπάνω’. Κοιτάω την άφτρα, σκάω ένα ειρωνικό χαμόγελο και τον ρωτάω: ‘Καφέ;’ ‘Γιατί όχι, σάμπως εγώ θέλω να είμαι εκεί μέσα;’. Έτσι, μείναμε έξω από αυτό το θέατρο σκιών.

Λίγο μετά, περίπου ένα τέταρτο, έρχεται η Α. να μας ανακοινώσει ότι μας έδωσαν άλλες τρεις θέσεις. Οι καθηγητές δίνουν συγχαρητήρια ο ένας στον άλλο και εμείς χαζογελάμε. Έρχεται και ο τέταρτος φοιτητής ο Β. να μας πλαισιώσει και το σχολιάζουμε. Κανείς τους δεν ήθελε να πάρει την ευθύνη και να δυσαρεστήσει τους συνδικαλιστές και ζήτησαν παραπάνω θέσεις. Έπεσαν στο πάτωμα για αυτό. Και μετά θα μπουν να κάνουν μάθημα με ύφος χιλίων καρδιναλίων, εκμεταλλευόμενοι τον τίτλο του καθηγητή. Άλλο όμως η αίθουσα, εκεί δε μας επισκιάζουν τα κίνητρα.

Κάπως έτσι λειτουργούν όλοι οι δημόσιοι οργανισμοί. Όσοι έχουν τους τίτλους τρέμουν μη και τους χάσουν. Έτσι γίνονται ευθυνόφοβοι και προκειμένου να πάρουν μια δυσάρεστη απόφαση προσπαθούν να μεγαλώσουν τη λίμνη, που έλεγε και μια ψυχή. Η ΕΡΤ δεν ξεφεύγει από αυτόν τον κανόνα. Ειδικά την περίοδο της μονοκρατορίας της ήρθε το ΠΑΣΟΚ το 1981 και τη βρήκε πολύ ‘μπλε’ και έβαλε μέσα κόσμο για να την κάνει πιο ‘πράσινη’. Μετά το 1990 έπρεπε να ξαναγίνει ‘μπλε’ και πάει λέγοντας. Κάπως έτσι μάζεψε σχεδόν 2.700 υπαλλήλους για δουλειές που θα μπορούσαν να κάνουν 1.200. Όμως το να κατεβάσεις το γενικό είναι μια βρόμικη πράξη με φτηνιάρικο αποτέλεσμα.

Βαριέμαι να μπω σε σημειολογική ανάλυση όλου του σκεπτικού (λέμε τώρα) της κυβέρνησης (ξαναλέμε τώρα). Όμως θα σταθώ στο σημείο που αναφέρθηκε ότι ο νέος φορέας θα είναι δημόσια τηλεόραση και όχι κρατική. Μας είπαν δηλαδή ότι μέχρι τώρα ήταν κρατική, λάφυρο του κάθε κυβερνόντος. Αυτό σημαίνει ότι το κεντρικό κράτος δεν μπορούσε να επιβάλλει μια πορεία εξυγίανσης σε έναν άλλο κρατικό φορέα και η μόνη λύση που μπορούσε να εφαρμόσει είναι να τον κλείσει. Αυτό ομολογία ανικανότητας μου κάνει εμένα. Επίσης, πάνω στο ίδιο σημείο μια δεύτερη επισήμανση: η δημόσια τηλεόραση πληρωνόταν άμεσα με ανταποδοτικό τέλος από τους πολίτες μέσω του λογαριασμού της ΔΕΗ. Αν ήταν κρατική θα έπρεπε να πληρώνεται μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, έμμεσα δηλαδή. Ειλικρινά περιμένω τον πρώτο δικονομικά γραμματιζούμενο που θα διεκδικήσει τα χρήματά του πίσω βασιζόμενος σε αυτό το σκεπτικό. Αλλά όσοι τα λέμε αυτά είμαστε αναρχικοί.

Από την άλλη η βίαιος τρόπος της κυβέρνησης έκανε το κράτος (και όχι την κυβέρνηση) να χάσει το όποιο δίκιο είχε. Διότι αν δεν κάνω λάθος, τους ισολογισμούς, τα κονδύλια, τις προμήθειες και γενικότερα τα οικονομικά της ΕΡΤ τα υπέγραφαν οι διοικητές της. Και αυτοί ήταν διορισμένοι από την κάθε κυβέρνηση. Οπότε η σπατάλη δε βαραίνει τους εργαζομένους, είτε μπήκαν με βύσμα, είτε όχι, αλλά τα κούφια κεφάλια με τις γεμάτες πέννες. Πουτανέσκα αν δεν απατώμαι. Επειδή έχει τύχει να πάω δύο φορές στο Ραδιομέγαρο έχω να πω ότι τον κρατισμό το βλέπεις από το parking, όπου υπάρχουν τέσσερα άτομα σε ένα κουβούκλιο. Περνάς μέσα και βρίσκεις ένα κλητήρα σε κάθε όροφο, αμέτρητους ‘τεχνικούς’ και φυσικά λίγους δημοσιογράφους που τρέχουν σαν παλαβοί για να βγάλουν τη δουλειά. Όπως είναι ευκόλως αντιληπτό, ο κάθε γιόκας και η κάθε θυγατέρα του ψηφοφόρου που απαίτησε διορισμό δεν ήταν και καταρτισμένοι για να κάνουν κανονική δουλειά.  Νόμιζαν βέβαια όλοι αυτοί ότι οι απέξω δεν ήξεραν τι συνέβαινε στην κρυφή τους ζωή.

Με το κατέβασμα του γενικού και τον αυταρχικό νομικό τρόπο που ονομάζεται πράξη νομοθετικού περιεχομένου έγινε το μαγικό οι μισοί που δεν ήθελαν να βλέπουν το σήμα της ΕΡΤ να την υποστηρίξουν. Άβουλα όμως, όπως πάνε οι περισσότεροι στη χώρα. Από φόβο μην είναι οι επόμενοι. Δεν είναι λογική αυτή. Οι πράξεις αυτές από την κυβέρνηση είναι απαράδεκτες αφ’ εαυτές. Δεν μπορώ να καταλάβω όμως και την τυφλή υποστήριξη του συστήματος που έθρεφε την ΕΡΤ και η ΕΡΤ από την άλλη. Για άλλη μια φορά η Ελλάδα χωρίζεται σε ψευτοδιλήμματα. Δεν υπάρχει καλός και κακός μόνο, δε λειτουργούν τα πάντα σε ζεύγη. Ας σκεφτούν όλοι αυτοί ότι, ας πούμε, στο Χριστιανισμό ο Θεός είναι τριαδικός, πριν αναφωνήσουν κοιτώντας το μαύρο στην οθόνη: Μη με αφήνεις!

Αλλά έτσι είναι όταν ανατράφηκαν Νεοέλληνες.
Έτσι γίνεται όταν το σύστημα δεν νοιάζεται για τους εργαζομένους, αλλά για να παράγει παλιάτσους και ακροβάτες.
Και τελικά επιζούν μόνο οι εξαφανισμένοι.
Το μόνο σίγουρα είναι ότι, χωρίς ακόμα να ξέρουμε ποιων, κάποια κεφάλια θα κυλήσουν.        

   

Σάββατο 8 Ιουνίου 2013

Συνεδρία 5: Ο Τζόγος της ζωής


Τζογαδόρος δεν μπορώ να πω ότι είμαι. Στοίχημα θα παίξω μία, άντε δύο φορές το χρόνο. Στον τελικό του Champions League και αν η χρονιά έχει Euro, Copa America ή Mundial πάλι μόνο στον τελικό. Σε καζίνο έχω πάει μόνο μια φορά στη ζωή μου και αυτή στο εξωτερικό και η επίσκεψη ήταν μέρος του tour. Χαρτιά παίζω μόνο με την παρέα μου. Παρ’ όλα αυτά, έχω να χάσω χρήματα στα χαρτιά από τότε που ήμουν στην έκτη δημοτικού. Μπορεί να φταίει που έχω σπουδάσει στρατηγική, ότι το έχω γενικά, αλλά όταν σηκώνομαι από το τραπέζι έχω πάντα περισσότερα, έστω και πέντε ευρώ.

Μια Πρωτοχρονιά, πολλά χρόνια πριν, είχαμε μαζευτεί στο σπίτι ενός φίλου να παίξουμε τα παραδοσιακά χαρτιά. Επειδή όμως ανταποκρίθηκαν στην πρόσκληση σχεδόν όλοι, είχαμε μια μικρή έλλειψη σε τράπουλες. Φυσιολογικό να μη φτάνουν δύο τράπουλες για είκοσι περίπου άτομα. Καθώς το σπίτι του εν λόγω φίλου ήταν λίγο πιο έξω από την πόλη, έπρεπε να πάει να αγοράσει άλλες δύο τράπουλες κάποιος με αυτοκίνητο. Αρχικά είπε να πάει ο ίδιος, αλλά του είπα ότι δε θα φύγει από το σπίτι του όταν έχει τόσους καλεσμένους και προσφέρθηκα να πάω εγώ. Παίρνω τα κλειδιά και πάω στο αμάξι.

Ο δρόμος προς την πόλη κατηφορικός και καθώς ακόμα πολύ νέος το πατάω λίγο παραπάνω. Δε θέλω να αργήσω και ξέρω ότι το πρώτο περίπτερο είναι περίπου ένα χιλιόμετρο μακριά. Τη γνωρίζω την περιοχή άλλωστε αφού το σχολείο που πήγα δημοτικό και γυμνάσιο ήταν εκεί δίπλα. Ο δρόμος έχει ένα μικρό λοφάκι μπροστά και πηγαίνω λίγο πιο κεντρικά για να αποφύγω μερικές λακκούβες που κοσμούσαν τη δεξιά άκρη του δρόμου. Ψιχαλίζει και βλέπω στις σταγόνες στο παρμπρίζ να αντικατοπτρίζονται φώτα όπως φτάνω στην κορυφή. Ενώ έχω αρχίσει να πιάνω την κατηφόρα ξανά κάνω δεξιά για να αφήσω χώρο στο όχημα που ανεβαίνει, χωρίς να κάψω ταχύτητα. Τα εξήντα χιλιόμετρα είναι λίγο πιο πάνω απ’ ότι απαιτεί ο δρόμος, αλλά το ελέγχω.

Ξαφνικά νιώθω το δεξί μπροστινό τροχό να κλοτσάει. Πατάω απαλά το φρένο και κάνω λίγο αριστερά το τιμόνι. Μπροστά τοιχίο και θυμάμαι ότι ο δρόμος εδώ ήταν πιο πλατύς στα δεξιά διότι υπήρχε είσοδος σταθμού της ΔΕΗ. Φρενάρω πιο σκληρά αλλά το μπροστά δεξί φτερό  δεν προλαβαίνει να φύγει από το εύρος του αναχώματος. Ρισκάρω και κάνω ξανά δεξιά το τιμόνι ποντάροντας στην περιστροφή. Πράγματι, ακούγεται το χτύπημα, το αυτοκίνητο στρίβει περιστρεφόμενο και σταματάει στο κράσπεδο στο αντίθετο ρεύμα. Επειδή δεν ήταν και κάποιο όχημα της προκοπής, θα πω απλά ότι το αυτοκίνητο το αλλάξαμε, πράγμα που έκανε ιδιαίτερα χαρούμενη τη μητέρα μου που ήθελε καινούριο έτσι κι αλλιώς.

Εγώ βγαίνω έξω και ψάχνω το κινητό μου. Τα νεύρα μου είναι ελαφρώς τεντωμένα, αλλά το βρίσκω με τη συνδρομή του οδηγού από το όχημα που με ανάγκασε να πάω πιο δεξιά. Είχε σταματήσει λίγο παραπάνω και ήρθε να δει αν χρειαζόμουν βοήθεια. Στα περίπου πέντε δευτερόλεπτα που έγιναν όλα αυτά το θηρίο είχε προλάβει να καλέσει και ασθενοφόρο. Η αλήθεια είναι ότι δεν το χρειαζόμουν. Το μόνο που είχα πάθει ήταν ότι είχε φυτρώσει ένα καρούμπαλο πάνω από το αριστερό μου μάτι. Το κινητό στην περιστροφή είχε φύγει από το παράθυρο. Και ενώ ήμουν σίγουρος ότι είχε πάει κάπου στα χόρτα που διακοσμούσαν το πλάι του δρόμου αντί για πεζοδρόμιο, το είδα πάνω σε μια πέτρα, σκεπασμένο από ένα μουσαμά.

Το παίρνω και αναρωτιέμαι, παίρνω πρώτα τα παιδιά ή τον πατέρα μου. Τελικά, λέω πρώτα τους φίλους μου. Παίρνω τον οικοδεσπότη και του λέω ‘Να σου πω, τελικά δεν το γλιτώνεις το δρομολόγιο με το αμάξι. Βλέπεις εγώ τράκαρα με το δικό μου και δε βλέπω πώς αλλιώς θα βρούμε τράπουλες’. Μετά από μια μικρή διακοπή ακούω ένα ‘Είσαι καλά ρε μαλάκα;’. ‘Εγώ μια χαρά, αλλά το Παντάκι αμφιβάλλω αν κάνει και για ανταλλακτικά πια’. ‘Που είσαι; Έρχομαι’.  ‘Λίγο πιο κάτω στη στροφή της ΔΕΗ’.

Μετά το δύσκολο. Παίρνω σπίτι και το σηκώνει η μητέρα μου. ‘Έλα παιδί μου δε θα έμενες μέχρι αργά στου Μ.;’. ‘Εεε, κοίτα. Θυμάσαι που έλεγες ότι ήθελες να αλλάξεις αμάξι; Νομίζω ότι τώρα ήρθε η ώρα να το κάνεις!’. ‘Πού είσαι; Είσαι καλά;’. ‘Τίποτα δεν έχω, αλλά καλό θα ήταν να έπαιρνες το μπαμπά και να ερχόσασταν εδώ’. Όταν ήρθαν οι φίλοι μου κάναμε χαβαλέ και προλάβαμε να διώξουμε το ασθενοφόρο πριν καταφτάσουν οι δικοί μου. Αποδεσμεύσαμε και τον άνθρωπο που το είχε καλέσει, αφού τον πείσαμε ότι δεν ήμουν μόνος μου και έχουν ενημερωθεί όσοι χρειάζονταν να ενημερωθούν. Αυτή η υπερβολή του Κρητικού φιλότιμου είναι δύσκαμπτη μερικές φορές.

Όταν ήρθαν οι γονείς και μας είδαν να κοιτάμε τα συντρίμμια τρία άτομα ηρέμησαν. Ο πατέρας μου με κοίταξε, έριξε μια ματιά στο αυτοκίνητο και γυρνάει και λέει στους δύο που με πλαισίωναν ‘Άνε παίξετε χαρτιά σήμερα να ποντάρετε εναντίον του. Δεν πρέπει να του ‘χει πομείνει άλλη τύχη’. Ο Κ. του απάντησε ‘Μέχρι να αλλάξει η μέρα εγώ λέω να μην ακολουθήσω τη συμβουλή σας’. Χαμογέλασε κάτω από το παχύ του μουστάκι και μου λέει ‘Πήγαινε στο σπίτι του κοπελιού να συνεχίσετε. Ετούτονα είναι δική μου δουλειά πλέον’. Τον αγκαλιάζω και φεύγουμε.

Πίσω στο σπίτι του Μ., αφού πέρασα μια μικρή ανάκριση από τους υπόλοιπους δεκαοκτώ καθόμαστε να παίξουμε. Black Jack λέει ο Μ. και παρέα με ένα ποτήρι whiskey μοιράζονται τα χαρτιά. Άσος μπαστούνι και σκέφτομαι αυτό που είχε πει ο πατέρας μου λίγα λεπτά πριν. Έχω μπει στο τραπέζι με είκοσι ευρώ, σίγουρος ότι δε χάνω, ήδη έξι χρόνια τότε. Ποντάρω τα δέκα. Είμαι τρίτος στη σειρά και οι δύο προηγούμενοι δεν έχουν τραβήξει φιγούρα. Πρώτο χαρτί βαλές μπαστούνι, το τέλειο Black Jack. Τριάντα ευρώ επιστρέφουν σε ‘μένα και μια φωνή από τη ‘μάνα’ που επιτάσσει ότι έχω άλλες τέσσερις παρτίδες. Αν τις κερδίσω και τις τέσσερις δε θα παίξω άλλο σήμερα. Τις κερδίζω και τις τέσσερις, συνολικό κέρδος 120 ευρώ. Σηκώνομαι παίρνω ένα Dimple μαζί μου και καλή τύχη μάγκες. Οι υπόλοιποι με κοιτούν σαν εξωγήινο.

Το επόμενο βράδυ τους έχω πει να βγούμε σε ένα club στο Ηράκλειο. Παρόλο που η μουσική των club δεν μπορώ να πω ότι είναι κάτι που ακούω (που ακούγεται ήθελα να γράψω αρχικά, αλλά ας είναι), επειδή οι προτιμήσεις των υπολοίπων είκοσι συνέκλιναν προς τα εκεί υπέκυψα. Άλλωστε, ποτέ δεν πίστευα στην τύχη. Όλη μου τη ζωή, ως τότε και από εκείνο το τρακάρισμα και μετά, πίστευα στις ικανότητες, τη δουλειά, τον προγραμματισμό και το όραμα. Καθώς δε με το μεταφυσικό δεν έχω κάποια σχέση, εκείνο το βράδυ καρφώθηκε μέσα μου ότι δεν έπαθα τίποτα από την αύρα που έβγαζε μια μεγάλη, ωραία και δεμένη παρέα. Έτσι έπρεπε να τους το επιστρέψω. Από τα 120 ευρώ που κέρδισα το προηγούμενο βράδυ, ξόδεψα τα 110 στο club. Ένα μπουκάλι για όλους και μια κανάτα με καλαμάκια. 80+30=110.

Ήταν μια βραδιά τζόγου. Πήρα την πρωτοβουλία να πάω, ρίσκαρα τα ρέστα μου να αποφύγω την πλευρική επαφή με πιθανότερο αποτέλεσμα το ντεραπάρισμα και δικαιώθηκα. Έπαιξα επιθετικά από την πρώτη παρτίδα και δικαιώθηκα. Με το μέρος μου ήταν και το παράπλευρο γεγονός, καθότι πρώτον το ασθενοφόρο δεν το είδαν ποτέ οι δικοί μου να τους αγχώσει πριν δουν εμένα και δεύτερον, διάολε, πόσοι γονείς μετά από τρακάρισμα θα έλεγαν πήγαινε να συνεχίσεις τη βραδιά σου και να περάσεις ωραία;


Φυσικά και έχω ρισκάρει ξανά από τότε. Πάνε άλλωστε δώδεκα χρόνια. Δεν κέρδισα πάντα, ή τέλος πάντων δεν κέρδισα πάντα ολοκληρωτικά. Όμως από εκείνη τη μέρα πίστεψα ότι δε φτάνει μόνο να είσαι ή να έχεις τον Άσο, πρέπει να τον ζευγαρώνεις και με το βαλέ.       

Κυριακή 2 Ιουνίου 2013

Συνεδρία 4: Πες μου ένα ψέμα


Υπάρχουν άνθρωποι που μάχονται για την αλήθεια. Στην πραγματικότητα όλοι λένε (λέμε) ότι την αποζητούμε. Ότι προτιμάμε την αλήθεια από το οποιοδήποτε ψέμα. Αυτό στη θεωρία βέβαια, διότι στην πράξη έχει αποδειχτεί ότι υπάρχει ένα είδος ψέματος το οποίο σε κάθε άνθρωπο αν κάποιος του το πειράξει, αναστατώνει τον εσωτερικό του κόσμο.

Αυτά λέγονται μύθοι. Και ο μύθος είναι πονηρό πράγμα διότι αν θέλει να ανταποκριθεί στο όνομά του έχει κάποια ψήγματα αλήθειας. Η βασική του πηγή ισχύος είναι η καλλιέργειά του, το ρίζωμα στον εσωτερικό κόσμο των δεκτών και η δημιουργία της πεποίθησης ότι είναι η Αλήθεια. Μύθοι υπάρχουν παντού γύρω μας. Από την οικογένειά μας για την εικόνα που καλλιεργούν οι γονείς, τα μεγαλύτερα αδέρφια, οι θείοι και οι θείες για το παρελθόν τους. Από το σχολείο με το πώς σκιαγραφούν τα άλλα παιδιά τους γονείς τους και οι δάσκαλοι και οι καθηγητές για τους εαυτούς τους. Μέχρι το κράτος και τα ΜΜΕ με την εντύπωση που δίνουν για την κοινωνία.

Το χειρότερο είδος μύθων είναι οι εθνικοί. Είναι συνήθως οι πιο στρεβλοί, εκείνοι που παραμορφώνουν την αλήθεια περισσότερο και το βασικότερο, διαβάλουν τους δέκτες από μικρή ηλικία και επαναληπτικά ώστε να τους γίνει πεποίθηση. Το εντυπωσιακό είναι ότι έχουν μια φοβερή ικανότητα να αυτοπροστατεύονται, καθώς σε διαφορετικά κράτη παρουσιάζουν το ίδιο γεγονός με τελείως διαφορετικό τρόπο χωρίς ποτέ ο ένας να μαθαίνει τι παρουσιάζει ο άλλος. Προσιδιάζει των ηλιθίων, που είναι, ως γνωστόν, ανίκητοι και φοβερά επιδέξιοι.

Τώρα πώς μου ήρθαν όλα αυτά? Από μια δήλωση που άκουσα για το Ζάλογγο. Είπε κάποια κάτι και πέσανε να τη φάνε, όχι με επιχειρήματα, αλλά προβάλλοντας την αναντίρρητη αλήθεια της ιστορίας όπως την παρουσιάζει το βιβλίο του σχολείου. Αυτή που το είπε βέβαια έχει πει και χειρότερα γράψει κάτι απαράδεκτο στο παρελθόν. Έχει παρουσιάσει ένα μύθο του ‘εχθρού’ ως ιστορική αλήθεια. Εδώ δε θα σας πω την απάντηση για το τι συνέβη στο Ζάλογγο. Θα σας παραθέσω βάση των αρχών του blog μια διδακτική ιστορία για το πώς να το κάνετε από μόνοι σας.

Έχω σπουδάσει έναν κλάδο που μου επέτρεψε να ασχοληθώ με μια μεγάλη μου αγάπη που είναι η στρατηγική ιστορία. Επειδή με ενδιέφερε πολύ η μετάβαση από τον αρχαίο ελληνικό στο ρωμαϊκό τρόπο διεξαγωγής της μάχης, κάθισα και διάβασα αρκετά πράγματα. Αυτή τη φορά όμως επιστημονικά κείμενα, Ελλήνων και ξένων ιστορικών, με πηγές, αναφορές, αποδείξεις και επιχειρήματα. Επιστήμη, δηλαδή αντί μυθοπλασίας. Και εκεί έπαθα το πρώτο σοκ.

Διαβάζοντας λοιπόν για τους Περσικούς πολέμους, φτάνω στη μάχη των Θερμοπυλών. Οι ιστορικοί, Έλληνες και ξένοι, έχουν συμφωνήσει στα εξής: Ο στρατηγός και γενικός διοικητής ήταν ο βασιλιάς της Σπάρτης Λεωνίδας. Αυτός ηγείτο ενός σώματος αυτοκτονίας 300 Σπαρτιατών. Στις Θερμοπύλες τα Ελληνικά στρατεύματα αριθμούσαν 4.000 άνδρες, 300 Σπαρτιάτες, 700 Πλαταιείς και 3.000 από τις πόλεις κράτη πέριξ των Θερμοπυλών. Μια μεγάλη μου απορία τόσο χρόνια ήταν που στο κέρατο ήταν οι Αθηναίοι που ήταν αυτοί που καίγονταν αφού οι Πέρσες εκεί πήγαιναν. Έχει αποκαλυφθεί ότι οι Αθηναίοι είχαν στείλει το ναυτικό τους να αποκλείσει τα στενά του Αρτεμισίου, ώστε οι Πέρσες να μην μπορούν να αποβιβάσουν το (εξαιρετικό) πεζικό τους στα νώτα των χερσαίων ελληνικών δυνάμεων.

Δύο αρχικά συμπεράσματα: Δεν ήταν μόνο 300,  αλλά μια συνδυαστική, αμφίβια επιχείρηση, με σωστό σχεδιασμό και εκτέλεση. Ορθολογισμός λέγεται αυτό και ναι διάολε είναι μια αξία του δυτικού πολιτισμού. Αντί του χτισίματος υπέρμετρων ηρώων, που είναι ανατολίτικη πρακτική. Δεύτερον απαντήθηκε ένα ερώτημα που είχα. Το βιβλίο του σχολείου έλεγε ότι ο Θεμιστοκλής στην Αθήνα ερμήνευσε το χρησμό για το ‘ξύλινα τείχη’ με το να φτιάξει πλοία για να μεταφέρει τον πληθυσμό της πόλης στη Σαλαμίνα. Τώρα γιατί η ισχυρότερη ναυτική δύναμη της εποχής χρειαζόταν να ναυπηγήσει πλοία για να μεταφέρει τους πολίτες της δε μας έλεγε. Ήταν αναγκαίο λοιπόν διότι τα πλοία ήταν στο Αρτεμίσιο.

Και πάμε τώρα στο σημείο G. Οι ανιχνευτές του Περσικού στρατού ήταν εκπαιδευμένοι στα βουνά του Αφγανιστάν. Τα βουνά στα οποία ο Κόκκινος Στρατός για 10 χρόνια δεν μπόρεσε να νικήσει τους Ταλιμπάν. Τα ίδια βουνά που οι Αμερικανοί δώδεκα χρόνια τώρα συνεχίζουν ένα πόλεμο έχοντας τη βοήθεια δορυφόρων, GPS, θερμικών ανιχνευτών και χιλίων δυο άλλων τεχνολογικών βοηθημάτων. Αυτοί οι άνθρωποι λοιπόν δεν μπορούσαν να βρουν ένα μονοπάτι να κάνουν υπερφαλάγγιση των Ελληνικών στρατευμάτων σε μια βδομάδα στον Παρνασσό. Το πιο φιλικό βουνό της Ελλάδος, όπως μαρτυρούν τα χιονοδρομικά κέντρα και τα resorts που φιλοξενεί! Έπρεπε να δημιουργηθεί όμως ο μύθος του Εφιάλτη. Ο οποίος όπως και η Κερκόπορτα και διάφορα άλλα τέτοια διδάσκει στα παιδιά ότι το περιούσιο έθνος μας δεν μπορεί να ηττηθεί ‘στα ίσα’.

Με αυτόν τον τρόπο ένα γεγονός που μπορούσε να γίνει ύμνος στον ορθολογισμό, την πρακτικότητα, τον υπολογισμό και τον ηρωισμό, κράτησε μόνο το τελευταίο. Κόπηκαν κάποια πράγματα που δε γιγάντωναν τους ήρωες και προστέθηκε και ένα άλλο που τους παρουσιάζει στο διηνεκές ως προδομένους άτρωτους. Αυτό δε θα γινόταν γενική πεποίθηση βέβαια αν δεν υπήρχε ένα κεντρικά ελεγχόμενο εκπαιδευτικό σύστημα. Αυτό το τελευταίο στοιχείο είναι που αναγάγει μιαν ιστορία, ή καλύτερα μια εκδοχή μιας ιστορίας, σε γενική αλήθεια. Αφού είναι η εκδοχή που έχει πάρει τη ‘βούλα’ των σοφών του κράτους, των ειδικών, και με κατήχηση δια της επαναλήψεως να αναχθεί σε γενική αλήθεια. Συνεπικουρούμενο από το σύστημα εκμάθησης που τιτλοφορείται ‘Παπαγαλία’, μετατρέπεται σε θέσφατο. Έτσι το σύστημα πετυχαίνει μιαν εξαιρετική άμυνα. Όποιος προσπαθήσει να το αμφισβητήσει θα έρθει αντιμέτωπος με τη μήνιν όλων των άλλων. ‘Μα αφού έτσι το μάθαμε στο σχολείο. Λέει ψέματα το βιβλίο του σχολείου;’

Αν τώρα κάποιος βγει το αμφισβητήσει μπαίνει σε λειτουργία ο δεύτερος μηχανισμός. Τα ΜΜΕ είναι ένα σύστημα διακριτό από το κράτος, με δικούς τους όρους και κανόνες. Εντούτοις, τα δύο συστήματα όταν μοιράζονται κοινά συμφέροντα δεν έχουν κανένα ενδοιασμό να ακολουθήσουν τις ίδιες πρακτικές. Και επειδή τα ΜΜΕ ελέγχονται από μια ολιγαρχία, ο έλεγχός τους είναι κρίσιμος για την επαναληπτική επιβεβαίωση της κοινής πεποίθησης. Το αν είναι η πεποίθηση αληθής δεν έχει καμία σημασία. Το βασικό είναι να μην πειραχτούν τα ιερά και τα όσια του έθνους.

Κεντρικό σύστημα εκπαίδευσης και έλεγχος των μέσων επικοινωνίας είναι οι δύο βασικοί άξονες μιας πετυχημένης προπαγάνδας. Πολλοί ανθρωπολόγοι και κοινωνιολόγοι έχουν αποδείξει ότι υπήρξαν οι βασικοί μηχανισμοί της διασποράς του εθνικισμού και της εμπέδωσης των εθνών-κρατών, καθώς εμφύσησαν τις διακρίσεις που ορίζουν το ‘εμείς’ από το ‘αυτοί’. Μεγαλώνεις και μαθαίνεις να γίνεις καλός Έλληνας και όχι καλός επιστήμονας.

Αν έχει μείνει κανείς να το διαβάσει μέχρι εδώ, ας μου πειένα ψέμα ν’ αποκοιμηθώ.


ΥΓ. Κρίνω ότι το προηγούμενο post δε σας άρεσε και γι’ αυτό δε συμμετείχατε. Ελπίζω μεγαλύτερη ανταπόκριση σε αυτό. Αλλιώς θα πιστέψω ότι μόνος μου τα γράφω, μόνος μου τα διαβάζω.