Σάββατο 27 Ιουλίου 2013

Συνεδρία 12: Όπου και αν περιπλανιέμαι


Και μετά από την ψυχογραφία της περασμένης βδομάδας επιστρέφω στη σημειολογία που μου ταιριάζει και περισσότερο. Όπως δεσμεύτηκα θα μιλήσω για ταξίδια. Όχι για τα ίδια, αλλά για τους ανθρώπους που τα εκτελούν. Για την οικονομία της συζήτησης θα τους χωρίσω σε τρεις κατηγορίες: τουρίστες, ταξιδιώτες και ταξιδευτές.

Μερικές αρχικές παρατηρήσεις πρώτα. Η ιστορία του ταξιδιού αρχίζει από τα αρχαία χρόνια. Ο πρωταρχικός λόγος του να φύγει κάποιος από τον τόπο του και να μεταβεί σε ένα άλλο μέρος για περιορισμένο χρονικό διάστημα ήταν το εμπόριο. Φοίνικες, Μινωίτες, Κινέζοι, Ασσύριοι και λοιποί αρχαίοι πολιτισμοί φόρτωναν προϊόντα σε καράβια, καμήλες και άλογα και πήγαιναν να τα πουλήσουν αλλού. Το εμπόριο δεν περιοριζόταν στα υλικά αγαθά. Την ίδια περίοδο κάνουν την εμφάνισή τους και οι πρώτες μορφές διπλωματίας, η οποία φυσικά και έχει ως στόχο το εμπόριο. Όχι υλικών αγαθών αποκλειστικά, αλλά και προσφορές συμμαχιών, συνεργασίας, καλών σχέσεων κτλ. Μέχρι τις μέρες μας αυτή η λειτουργική προσέγγιση της μετακίνησης δεν έχει χάσει τη δυναμική της, ίσα-ίσα. Το μεγαλύτερο ποσοστό μετακινήσεων στον κόσμο (περίπου 55%) γίνεται για επαγγελματικούς λόγους. Αυτή η κατηγορία δε θα με απασχολήσει σε αυτό το post.

Υπάρχει και μια ραγδαία αύξηση τα 100 τελευταία χρόνια στις εξαναγκαστικές μετακινήσεις. Μετανάστες, νόμιμοι και παράνομοι, πρόσφυγες, επιζήσαντα θύματα γενοκτονιών και εθνοκαθάρσεων δεν μετακινούνται προσωρινά, αλλά μόνιμα και συνήθως είτε βίαια, είτε μετά από εξαπάτηση. Το ταξίδι αυτών των ανθρώπων επισκιάζεται από τους λόγους που τους έχουν ξεριζώσει από μέρη που δεν είχαν καμία πρόθεση να εγκαταλείψουν, από όλους εκείνους που εμφανίζονται για να εκμεταλλευτούν το φόβο και την ανάγκη τους και από το μίσος που αντιμετωπίζουν στα μέρη όπου καταλήγουν. Επειδή ασχολούμαι με τέτοια φαινόμενα καθημερινά θα μου επιτρέψετε να γράψω μόνο για το ταξίδι αναψυχής.

Ξεκινάω από τους τουρίστες. Είναι η πολυπληθέστερη κατηγορία και απαρτίζεται κυρίως από ανθρώπους άνω των 35 ετών. Είναι η γενιά που μετακινήθηκε στα αστικά κέντρα από την επαρχία την περίοδο της βιομηχανοποίησης των δυτικών κρατών και άρχισε να εκτιμά ότι την περίοδο της άδειάς του θα άξιζε να το επενδύσει γνωρίζοντας άλλα μέρη. Ως τέκνα της βιομηχανοποίησης, δημιούργησαν μια νέα βιομηχανία υπηρεσιών. Ξενοδοχεία, εστιατόρια, μαγαζιά με αναμνηστικά και ένα σωρό άλλα πράγματα αναπτύχθηκαν για να προσφέρουν υπηρεσίες για όλα τα γούστα και όλα τα οικονομικά δεδομένα. Ο τουρίστας ελάχιστα ενδιαφέρεται για το ίδιο το μέρος που επισκέπτεται. Αρκεί να είναι διαφορετικό από την καθημερινότητά του και να του δίνει αυτήν την αίσθηση του αλλότριου συνεχώς. Θα πάει σε όλα τα σημεία που του έχει σημειώσει ο πράκτοράς του, θα τα δει όλα επιφανειακά, θα κάνει δυο χαϊλίκια στη διασκέδαση και στο φαγητό, θα τραβήξει αμέτρητες φωτογραφίες, θα πάρει ένα κάρο souvenirs που αρχικά θα στολίζει και μετά θα θάψει στη σοφίτα ή το υπόγειό του, όταν γυρίσει στη βάση του. Και του χρόνου κάπου αλλού με την ίδια λογική. Φυσικά, θέλει να τον μεταφέρουν, να τον υπηρετούν και να τον φροντίζουν, γιατί διάολε είναι σε διακοπές. Έτσι διαλέγουν πακέτα με group ή πακέτα που να περιλαμβάνεται διαμονή, ξενάγηση και ένα μέρος την διατροφής, με τη μικρότερη δυνατή ταλαιπωρία στη μετακίνηση. Αεροπλάνο über alles.

Η δεύτερη κατηγορία είναι οι ταξιδιώτες. Συνήθως μικρότεροι σε ηλικία και/ή με μεγαλύτερο μορφωτικό επίπεδο. Αυτοί δε μετακινούνται έτσι απλώς για να ξεφύγουν από την καθημερινότητά τους, αλλά για να γνωρίσουν πραγματικά το μέρος προορισμού τους. Αποφεύγουν συστηματικά την ομαδοποίηση των groups και κλείνουν εισιτήρια και ένα κατάλυμα. Τα υπόλοιπα τα ανακαλύπτουν εκεί. Δεν τους αρκεί να δουν τα αξιοθέατα αλλά επιδιώκουν να αποκτήσουν τριβή με τους αυτόχθονες, να κατανοήσουν τον τρόπο ζωής τους και τις συνήθειές τους. Αποστρέφονται οτιδήποτε έχει την ταμπέλα του τουριστικού και ακολουθούν τους ντόπιους στις επιλογές τους. Βασικό αξίωμα αυτής της κατηγορίας είναι ότι δεν βλέπει ποτέ όλα τα αξιοθέατα του τόπου που επισκέπτεται για να έχει ένα λόγο να επιστρέψει. Περπατάνε πολύ οι ταξιδιώτες και παίρνουν τα μέσα που χρησιμοποιούν και οι ντόπιοι στις μετακινήσεις τους. Οι φωτογραφίες περιορίζονται σε αυτά που κάνουν εντύπωση μόνο, ή σε στιγμές που είναι σημαντικές για τους ίδιους. Μαγνητίζουν στιγμές και όχι τοπία και αγοράζουν όχι αλόγιστα souvenirs, αλλά πράγματα που θα μείνουν και έχουν μεγάλη συναισθητική αξία για αυτούς. Τα μέσα εδώ ποικίλουν ανάλογα με τις προτιμήσεις.

Τέλος, υπάρχουν και οι ταξιδευτές. Για αυτούς ο προορισμός είναι το τελευταίο πράγμα που τους ενδιαφέρει. Το βασικό είναι το ταξίδι αφ' εαυτό. Η αποχώρηση, η διαδρομή, η μετακίνηση. Κάποιες φορές δεν υπάρχει καν καθορισμένος τελικός προορισμός. Δεν υπάρχει καθορισμένη ηλικιακή σύνθεση της κατηγορίας. Αποτελείται από μερακλήδες, ρομαντικούς και πειραγμένους (με την καλή έννοια) που μέσω της μετακίνησης κάνουν την εσωτερική τους αναζήτηση. Το μέσο οφείλει να εξυπηρετεί τη συγκεκριμένη σχέση με το χρόνο. Να είναι χαλαρή δηλαδή. Το αεροπλάνο διαγράφεται από τα κατάστιχα και το αυτοκίνητο ή το καράβι ανάγονται σε αποκλειστικές επιλογές. Όχι λεωφορεία, όχι κρουαζιερόπλοια με shows και λοιπά φαντεζί. Καράβι απλό διότι το ζητούμενο είναι να συνδεθεί με τη θάλασσα. Οι περισσότεροι ταξιδεύουν μόνοι τους, ή το πολύ-πολύ με το/τη σύντροφό τους ή κάποιον πολύ καλό φίλο, με την προϋπόθεση να μοιράζονται το ίδιο πάθος. Αρκετοί επιλέγουν και επαγγέλματα που να τους προσφέρουν αυτή τη διαρκή μετακίνηση, όπως αυτό του ναυτικού. Φτάνοντας στον προορισμό τους θα μπερδευτούν με τους ανθρώπους και θα πάρουν ένα πράγμα που θα τους δέσει με τον τόπο. Δεν υπάρχει ιδανικότερη σκιαγράφηση της κατάστασης από τον καφέ που ήθελε να αγοράσει ο Καββαδίας στο Colombo, όπως το περιγράφει στη ‘Βάρδια’.

Εγώ θα παραδεχτώ ότι θα ήθελα να ανήκω στην τρίτη κατηγορία, αλλά κατατάσσομαι στη δεύτερη. Χρειάζομαι τον σκοπό, γαμώ τον Αριστοτελισμό μου, και το κατάλυμα. Θέλω να γνωρίσω τον τρόπο ζωής και σκέψης των ανθρώπων στο μέρος που επισκέπτομαι και μέσα από τα μνημεία και τα αξιοθέατα να αποκρυπτογραφήσω το πώς η ιστορία έχει διαμορφώσει τη σημερινή κοινωνική πραγματικότητα. Ταξιδεύω πάντα με λίγους. Πάντα, εντάξει, τουλάχιστον από τότε που τελείωσα το σχολείο. Με εκείνους που αναζητούμε το ίδιο πράγμα. Έχω την τύχη να έχω επισκεφτεί αρκετές χώρες και να έχω ζήσει σε τέσσερις διαφορετικές, περιλαμβανομένης της Ελλάδας. Είμαι πεπεισμένος ότι θα συνεχίσω να είμαι έτσι και στο μέλλον, να προσπαθώ να καταλάβω και νιώσω τους ανθρώπους μέσα από το περιβάλλον τους, όπου και αν περιπλανιέμαι.      

Σάββατο 20 Ιουλίου 2013

Συνεδρία 11: Γιορτή



Όπως κάθε άνθρωπο, έτσι και εμένα με κυνηγούν κάποιοι δαίμονες. Με περιτριγυρίζουν και προσπαθούν να με διαβάλουν σε μια ατέρμονη διελκυστίνδα κυριαρχίας. Ένας από τους πρώτους που με επισκέφτηκαν ήταν αυτός της τούρτας με τα κεράκια και είναι ο πιο επίμονος. Χτυπάει κάθε χρόνο την ίδια περίοδο, σα gremlin που το έχεις ταΐσει μετά τα μεσάνυχτα και οφείλω να του αναγνωρίσω ότι είναι έμπειρος και ικανότατος. Έχω αρχίσει να αποκτώ την πεποίθηση ότι μπορεί να απλώνει τα πλοκάμια του σε εξωτερικές συνθήκες ώστε να στήνει ολόκληρο σκηνικό. Άλλωστε το décor είναι εξίσου σημαντικό με το περιεχόμενο.

Είμαι παιδί του καλοκαιριού. Όχι επειδή είμαι νησιώτης και ο κάβος της ζωής μου έχει δέσει στην προβλήτα της θάλασσας. Αυτό είναι μιαν επίκτητη, καλοδουλεμένη σχέση που χτίστηκε με πολύ κολύμπι, βουτιές, παιχνίδι στην αμμουδιά και ηλιοκαμένες παρέες. Από το πρόσθιο της λαχτάρας, στο ύπτιο της χαλάρωσης, μέχρι την πεταλούδα που με προσπερνούσε στην υγρή πίστα. Αλλά αυτά είναι νερό με αλάτι. Το θεμέλιο του δεσίματός μου με τη θερμή εποχή είναι το ότι γεννήθηκα στο μέσον αυτού. Και σαν κάβουρας που είμαι από την αρχή παλεύω με πλάγια βήματα να μαρκάρω στιγμές προσωπικής ευτυχίας. Ευτυχίας; Ας μην το χοντρύνω από τώρα, να το κλείσω στο ‘χαράς’.

Όλα κυλάνε ομαλά στο παιδικό σου το κεφάλι μέχρι να σε βάλουν στη στάνη του σχολείου. Μέχρι τότε οι μέρες σου είναι επαναλαμβανόμενες, το ίδιο ξέγνοιαστες, με τους ίδιους προβληματισμούς πάνω στο παιχνίδι σου, ή στη βόλτα σου και στην τελική, τι θα πει ‘ο μπαμπάς δουλεύει’; Είπαμε ή δεν είπαμε να πάμε βόλτα με το φορτηγό; Αλλά στο σχολείο ο χρόνος μπαίνει σε άλλα καλούπια. Οι μέρες παύουν να είναι πια όμοιες και δομούνται σε μιαν εξίσωση 5+2 με το f(x) να παραμένει άγνωστο ακόμα και τώρα. Το καλοκαίρι έρχεται πια σα λύτρωση και σαν κατάρα. Λύτρωση διότι η βδομάδα φοράει ξανά την παιδική της αμφίεση και κατάρα καθώς οι φίλοι σου παίρνουν ένα τρίμηνο διάλειμμα από τη συμμετοχή στην καθημερινότητά σου.

Έτσι ενώ οι συμμαθητές σου όλο το χρόνο κουβαλούσαν σποραδικά γλυκά στο σχολείο και βασάνιζαν τους γονείς τους με γιορτές και parties στα γενέθλιά τους, εμείς οι καλοκαιρινοί καρποί επωφελούμασταν των συνθηκών χωρίς να έχουμε την υποχρέωση της ανταπόδοσης. Μονάχα την επιθυμία, αυτή που κυριεύει τα παιδιά και τους δημιουργεί το αίσθημα να μην ξεχωρίζουν. Μιαν αναζήτηση ιδιότυπης ισότητας, αντίρροπης με ότι συμβαίνει μέσα στην τάξη όταν ο δάσκαλος είναι παρόντας. Πήγαινα σε γιορτές και γενέθλια συμμαθητών, με το δωράκι μου, τη διάθεσή μου και την όρεξή μου να τεστάρω το πόσο καλή μαγείρισσα ήταν η εκάστοτε μητέρα. Παίζαμε, χορεύαμε, γελάγαμε, φλερτάραμε μεγαλώνοντας, αλλά πάντα φεύγοντας με βάραινε η γνώση ότι εγώ δε θα μπορέσω να γίνω οικοδεσπότης ενός τέτοιου γεγονότος.

Βλέπετε, μέση Ιούλη όλοι λείπουν. Ακόμα και στο παραθαλάσσιο Ηράκλειο ο κόσμος πάει σε εξοχικά, ταξιδεύει, μαζεύει σταφύλια, αν και τον Ιούλη τα σταφύλια στην Κρήτη είναι πολύ πρώιμα, και γενικά βρίσκεται εκτός βάσης. Μετά τα ‘χρόνια πολλά’ αγαπημένων ή αγνώστων συγγενών, πέρναγα τη μέρα με τον αδερφό μου και την ηλεκτρονική μου παρέα: το Super Mario, την πριγκίπισσα Zelda και το Link, το Donkey Kong και όσους τέλος πάντων χειριζόμουν. Ήταν η μέρα μου έλεγαν και αποφάσισα και εγώ να παίζω με τις ζωές τους πιο ελεύθερα, ψάχνοντας και στην πραγματικότητα εκείνο το διαολεμένο το μανιτάρι που σε μεγαλώνει. Αλλά πάντα μόνος μου με τον αδερφό μου και αν ήμουν εξαιρετικά τυχερός θα περνούσαν και τα ξαδέρφια μου, εκείνα που μεγαλώσαμε μαζί.

Το σκηνικό άλλαξε στη δευτέρα λυκείου πια. Τότε τα φροντιστήρια για τις πανελλήνιες κρατούσαν δέσμιους τους πάντες στην πόλη. Επιτέλους, θα μπορούσα να δώσω κάτι πίσω στους φίλους μου από αυτά που τους έπαιρνα τόσα χρόνια. Την πρώτη φορά το παράκανα, έξω με πολύ ποτό και φαγητό. Αλλά έντεκα σχολικά χρόνια απομόνωσης δικαιολογούσαν την υπερβολή, και διάολε το ευχαριστήθηκα γιατί ήταν όλοι τους εκεί. Φίλοι από τη γειτονιά, και από τα δύο σχολεία, από τα φροντιστήρια, όλοι. Τη δεύτερη χρονιά, στην περίοδο του απόλυτου τίποτα μεταξύ τέλους πανελληνίων και αρχής φοιτητικής ζωής ήμουν πιο συνετός. Είχα ξεκαυλώσει άλλωστε την προηγούμενη χρονιά, διώχνοντας από πάνω το βάρος του λαθρεπιβάτη στις στιγμές των άλλων.

Στο πανεπιστήμιο απέκτησα ένα άλλο πρόβλημα. Αν ήμουν στην Αθήνα μου έλειπαν κάποιοι φίλοι από την Κρήτη, όσοι δεν σπούδαζαν στην πρωτεύουσα δηλαδή και δεν είχαν ήδη τελειώσει την εξεταστική τους, και αν ήμουν στο Νησί οι συμφοιτητές μου. Αλλά δεν ήμουν μόνος πια. Ειδικά από τη στιγμή που απέκτησα μια μόνιμη σχέση, είχα πάντα κάποιον. Μετά ήρθε το εξωτερικό, αλλά μέσα Ιούλη ήμασταν Ελλάδα και οι φίλοι μας ήταν εξαιρετικά πρόθυμοι να δουν το ξενιτεμένο ζεύγος μετά από καιρό, πόσο μάλλον όταν υπήρχε μια σημαδιακή αφορμή όπως τα γενέθλια.

Φέτος όμως ο χωροχρόνος με ξέβρασε σε μια απομονωμένη γωνιά του υποσυνειδήτου μου. Μόνος στην πολυπληθέστερη μεγαλούπολη της Ευρώπης καθώς η συμβία είναι ήδη Ελλάδα, η οικογένειά μου επίσης, και οι φίλοι από τη δουλειά έχουν πάρει άδεια. Έχω πάρει repos και ξυπνάω με το ίδιο αίσθημα απομόνωσης όπως μικρός. Φτιάχνω το σπίτι και αρχίζω να νιώθω σαν τη γιαγιά στις ‘Μεγάλες Προσδοκίες’. Αρνούμαι να μαγειρέψω και παίρνω τους δρόμους. Αγοράζω ένα μπουκάλι vodka και επιστρέφω. Τηλέφωνα, e-mails, skype, ωραία όλα αυτά, αλλά μένω στο τέλος με τον υπολογιστή μου. Βάζω ραδιόφωνο, το 8-10 τοπική, δηλαδή 10-12 ώρα Ελλάδος ήταν πάντα για ‘μένα ώρα που άδειαζε το κεφάλι μου με τα παιδιά του fight club. Έχει παιχνίδι και η εκπομπή είναι κουτσουρεμένη. Τίποτα δεν πάει καλά σκέφτομαι. Μετά από μια ώρα βυθίζομαι βαθύτερα στις προεφηβικές μου παλινωδίες. Αυτή τη φορά δεν είναι οι ήρωες της Nintendo, αλλά οι παίχτες μου στο FM. Χρόνια πολλά Ramón, μόλις κατέκτησε το Champions League. Μόνος.

Γλυκό δεν υπάρχει για δείγμα στο σπίτι επίτηδες. Σκέφτηκα να σβήσω ένα réseau πάνω από ένα cookie κάνοντας μια ευχή, να μη χρειαστεί να ξαναγυρίσω σε αυτό το δωμάτιο του μυαλού μου, αλλά γρήγορα κατανόησα το γελοίο του πράγματος. Η επόμενη μέρα ήταν πιο δύσκολη. Έχοντας περάσει από τη φάση της μοναχικότητας, που λατρεύω, σε αυτή της μοναξιάς, το γραφείο έμοιαζε κλουβί. Εγώ περισσότερο έφερνα σε ντοπαρισμένη αρκούδα. Πίσω σπίτι και ραδιόφωνο ξανά, σε μιαν ύστατη προσπάθεια να βρω το διάδρομο στο λαβύρινθο του παρελθόντος και να συνεχίσω από εκεί που το άφησα την Τετάρτη. Τα παιδιά ανακοινώνουν ότι είναι η τελευταία τους εκπομπή και συμβαίνει ακριβώς ότι απέφευγα, να κάνουν ανασκόπηση της ιστορικής διαδρομής της εκπομπής τους. Το παρελθόν αρχίζει να βαραίνει επικίνδυνα.


Τοπική ώρα 22:00 και όντας στα όρια της κατατονίας βγαίνω να περπατήσω. Γύρω μου παρέες νηφάλιων και ήδη μεθυσμένων Άγγλων εφήβων και νέων να κάνουν απίστευτη φασαρία. Ο Θείος Αλβέτρος πρέπει να έχει δίκιο τελικά για την ελαστικότητα του χωροχρόνου. Τοποθετώ τα ίδια άτομα στα Μάλια κάποια καλοκαίρια πίσω. Δεν έχει διαφορά αν περπατάω σε μια λεωφόρο του Λονδίνου ή σε ένα δρομάκι που οδηγεί στην παραλία με αυτό που βλέπω γύρω μου. Μεσάνυχτα πια αλλά τα φαντάσματα βγήκαν με ώρα Ελλάδος και με περικυκλώνουν. Μια σκοτεινή συντροφιά που δένει με το gothic σκηνικό που με περιβάλλει. Ξαφνικά χαμογελάω, φαντάσματα έ; Τελικά έχω παρέα στη δική μου γιορτή.             

Σάββατο 13 Ιουλίου 2013

Συνεδρία 10: Το ποτάμι της εξαπάτησης


Πηγαίνω σε ένα βιβλιοπωλείο στο κέντρο του Λονδίνου. Αγαπημένο και πολύ καλά ενημερωμένο, αναπτύσσεται σε τέσσερις ορόφους. Στη βιτρίνα λοιπόν από τα δέκα εκθέματα τα μισά ήταν το νέο βιβλίο του Dan Brown. Διάολε διαβάζω αρκετά είδη αλλά όλα οφείλουν να κατατάσσονται σε δύο κατηγορίες. Είναι αυτές που έχω βάλλει και στο πλάι: επιστήμη και λογοτεχνία. Και ο Dan Brown δεν ανήκει σε καμία από αυτές. Είναι άλλο πράγμα η λογοτεχνία και άλλο πράγμα η μανιέρα του best seller. Να βάλουμε λίγο μυστήριο, λίγο αποκρυφισμό, λίγο περιπέτεια και να πουλήσουμε εκατομμύρια, άντε να κάνουμε και μια ταινία μετά και να τα αρπάξουμε. Το κέρατό μου αυτό είναι απάτη, αλλά με σωστό marketing προωθείται και πουλιέται αρκεί να είναι trendy.

Και φυσικά δεν είναι ο πρώτος. Ένας άλλος Βραζιλιάνος πήρε ένα παραδοσιακό Αραβικό παραμύθι, τον Αλχημιστή και το προώθησε σα φιλοσοφικό απόσταγμα. Ενδεχομένως να είναι για τις νοικοκυρές που δεν σπούδασαν και το διάβασαν, αλλά παραμένει παραμύθι που κάποιος το οικειοποιήθηκε. Και δεν έδωσε τίποτα στην κύρια πηγή. Προσπάθησε δε να γράψει ακριβώς την ίδια ιστορία σε τέσσερα – πέντε άλλα βιβλία, αλλά κάπου εκεί τον πήραν χαμπάρι. Μάλιστα οι συμπατριώτες του τον έχουν σε τόσο μεγάλη εκτίμηση που ζει στο Buenos Aires. Αλλά δε μας εξαπατάς πια.

Στην Αγγλία τα τελευταία δύο χρόνια είχε πουλήσει τα κέρατά της μια σαδομαζοχιστική τσόντα. Κάθε καταπιεσμένη Αγγλίδα, γιατί γυναίκες το αγόραζαν κατά 70%, που προφανώς δεν πήγε σε τίποτα Μάλια ή Φαληράκι να ξεχαρμανιάσει, πήρε το 50 Shades of Grey για να φαντασιωθεί ότι κυριεύεται. Και μάλιστα μετά οι πωλήσεις στα sex shop αυξήθηκαν κατά 46%. Η Guardian σε κάποια φάση προσπαθώντας να διακωμωδήσει το ‘φαινόμενο’ δημοσίευσε δύο σελίδες σχολιάζοντας τη γραφή και το περιεχόμενο. Είναι οι μόνες που διάβασα και μετά βγήκα βόλτα στο Soho να δω που πέφτει η 22 Acacia Avenue.

Τουλάχιστον ήρθαν οι Σκανδιναβοί να αναστήσουν το αστυνομικό μυθιστόρημα που είχε πέσει θύμα του τετριμμένου από τους Αγγλοσάξονες. Για το φιλοσοφικό μυθιστόρημα είμαι εξαιρετικά απαισιόδοξος. Αν οι Γάλλοι, οι Ρώσοι και οι Λατινοαμερικάνοι δεν το δουλέψουν λίγο παραπάνω το βλέπω να σβήνει. Όμως προσπαθώ να μπω στο μυαλό αυτών που παρασέρνονται από αυτήν την απάτη εξακολουθητικά. Μέσα στο βιβλιοπωλείο έρχεται μια τύπισσα και εκεί που κοίταζα τα αστυνομικά που πάνε με το καλοκαίρι μου δείχνει δύο βιβλία του Brown και με ρωτάει ‘Ποιο να πάρω;’. ‘Το όνομα του Ρόδου’ της απάντησα. Έφυγε και με άφησε στην ησυχία μου, αλλά με την απορία. Ειλικρινά πιστεύουν ότι κατεβαίνουν σε μια ‘καυτή κόλαση’;

Τώρα θα μου πείτε ‘Ρε Ramón η λογοτεχνία είναι το πρόβλημά σου; Εδώ απάτη υπάρχει παντού’. Και σωστά, αλλά είναι μια ενδεικτική κατάσταση. Κάποτε έκανε best seller o Steven King, που δεν είναι του γούστου μου όμως αναγνωρίζω ότι πρόκειται για λογοτεχνία, όχι ο κάθε τυχαίος που μαζεύει δυο παπάτζες και τις κάνει ‘μυθιστόρημα’. Φυσικά και υπάρχει μια κλιμάκωση της απάτης από την ψυχαγωγία όπως είναι η λογοτεχνία και το τραγούδι, μέχρι την πολιτική. Αντιλαμβάνεστε όμως ότι αν πουλιούνται εκατομμύρια βιβλία του Dan Brown ή πουλιούνται άλλα τόσο cd του Justin Bieber, είναι οι ίδιοι άνθρωποι που δομούν τον κοινωνικό ιστό και σχηματίζουν την πολιτική σύνθεση των κοινοβουλίων. Τους υπόλοιπους θα μας πάρειο άνεμος.

Έτσι λοιπόν έχεις ένα κοινωνικό σύνολο της μόδας. Πάει όπου το κατευθύνουν διαφημιστές, marketers και opinion makers. Και όπως έλεγε και ο Oscar Wilde η μόδα είναι κάτι τόσο απεχθές που πρέπει να το αλλάζουμε κάθε έξι μήνες. Δεν κινείται το χρήμα αλλιώς. Το χρήμα όμως ε! Τα άλλα οφείλουν να παραμένουν ως έχουν. Οι ίδιες εταιρίες κολοσσοί να διαφεντεύουν το οικονομικό γίγνεσθαι, οι ίδιοι κοινωνικοί κανόνες να ορίζουν τον τρόπο ζωής, άσχετα αν έχουν αλλάξει οι εποχές, τα ίδια κόμματα να κάνουν κουμάντο. Εδώ δεν επιδέχονται αλλαγές.


Αυτό που δυσκολεύομαι να χωνέψω είναι ότι το γαμημένο το μορφωτικό επίπεδο του κόσμου έχει ανέβει. Ναι το λέω και εγώ συχνά ότι άλλο μόρφωση άλλο παιδεία, αλλά έπρεπε να διαμορφώνονται διακριτές τάσεις. Και δε βάζω το γούστο σα μεταβλητή. Δεν πιστεύω ότι αν ακούς jazz είσαι κουλτουριάρης, ενώ αν ακούς λαϊκά μπασκλασαρία. Αλλά είναι διαφορετικό να σου αρέσει το λαϊκό τραγούδι και να ακούς Μητροπάνο και διαφορετικό να ακούς Ζαζόπουλο. Με τη διαβρωτική δύναμη των ΜΜΕ στην πολιτική, της κατάρας των playlist στη μουσική και της εμπορικής προώθησης που δίνει η ταμπέλα best seller στα βιβλία υφαίνεται μια καλοστημένη φάμπρικα από την οποία δε δείχνουν και πάρα πολλοί ιδιαίτερα πρόθυμοι να απεγκλωβιστούν. Η πλειοψηφία αφήνεται να την παρασύρει το ποτάμι της εξαπάτησης.              

Σάββατο 6 Ιουλίου 2013

Συνεδρία 9: Καλοκαίρι


Έχω γεννηθεί σε νησί. Μεγάλο βέβαια που δεν έχει μόνο θάλασσα η οποία να διαφεντεύει κάθε πτυχή της ζωής του. Τα βουνά της Κρήτης είναι αρκετά διάσημα με μεγαλύτερο star, και όχι άδικα, τον Ψηλορείτη. Μόνο που δεν αποτελούν βουνά για διακοπές. Γυμνά και απόκρημνα βράχια τους προσδίδουν μια τραχιά όψη, αντίστοιχη με τους ανθρώπους που τα κατοικούν και προσπαθούν να τα στολίσουν με ελιές, αμπέλια, μηλιές και ροδακινιές. Την άνοιξη αν κάνει κανείς τον κόπο και τα ανέβει τον πνίγει η μυρωδιά του φασκόμηλου, το καλοκαίρι της ρίγανης και του θυμαριού. Το τελευταίο ευθύνεται για το μεγάλο πληθυσμό μελισσών στα κρητικά όρη, αλλά καθώς είμεθα μερακλήδες το μέλι δεν το εμπορευόμαστε σύμφωνα με τις επιταγές της διεθνούς οικονομίας. Το καλύτερο ο παραγωγός το κρατάει για πάρτη του και για τους συγγενείς και τους φίλους του. Μετά το πουλάει σε συγχωριανούς και πάει λέγοντας μέχρι να καταλήξει στο κέντρο του τραπεζιού σε ένα καφενείο ή σε έναν αυλόγυρο, στολίζοντας αμύγδαλα, καρύδια ή ξινομυζήθρα , ενώ το περιτριγυρίζουν απειλητικά μερικά ρακοπότηρα. Βάλε μου να πιω!

Η ρακή βέβαια, ελαφρώς ασορτί με τους ανθρώπους είναι χαΐνης. Καθότι δεν είναι ούτε τσίπουρο, ούτε ούζο να δέχεται παγάκια για να γίνει πόσιμη μπαίνει στην κατάψυξη. Αν είναι ντρέτη, δηλαδή έχει περιεκτικότητα πάνω από 40% σε αλκοόλ δεν παγώνει, αλλά γίνεται παχύρευστη και γλυκόπιοτη, για να μπορεί να συνοδεύει τα εδέσματα στις αφιλόξενες καλοκαιρινές θερμοκρασίες. Αλλά αυτό δεν είναι προνόμιο μόνο των ορεινών. Άλλωστε σα νησί και η Κρήτη έχει πολλές παραλίες. Μικρές και μεγάλες, διάσημες και κρυφές, πολυσύχναστες και ξεχασμένες από θεούς και ανθρώπους, trendy και παρθένες, παραλίες για όλα τα γούστα. Και νερά από μέτρια μέχρι τόσο διάφανα που μπορείς να φωτογραφίσεις την αφηρημένη τέχνη που δημιουργεί η άμμος ή τα βότσαλα στο βυθό από την παραλία. Και χωρίς να περάσεις ειδικό φακό. Από το Βάι μέχρι της Γραμβούσας τ’ ακρωτήρι.

Εγώ καίτοι κάτοικος Ηρακλείου μεγάλωσα σε μια υπέροχη παραλία στα νότια του νομού. Δε λέω, υπάρχουν ωραία μέρη και στα βόρεια, τα οποία επισκέπτομαι πολύ συχνά, καθημερινά για την ακρίβεια όταν είμαι κάτω, από τότε που έφυγαν φοιτητής, ως πιο προσβάσιμα από την πόλη. Αλλά τα νότια παράλια έχουν άλλη χάρη. Βασικά, μπορείς να κολυμπήσεις ότι καιρό και αν κάνει, καθώς ο αέρας σπάνια τα επηρεάζει. Είχα την τύχη λοιπόν, ο παππούς μου να έχει χτίσει ένα δωμάτια σε ένα τέτοιο μέρος. Είναι τόσο κάτω που αν ο ουρανός είναι καθαρός μπορείς να διακρίνεις τη Λιβύη να αχνοφαίνεται στο βάθος του ορίζοντα. Μέχρι να μπω στο λούκι των πανελληνίων πήγαινα εκεί για τουλάχιστον δύο με τρεις βδομάδες κάθε καλοκαίρι. Το μέρος αποτελούσε λημέρι συγχωριανών της μητέρας μου και ο καθένας έβαζε κάτι για την παρέα. Οι ερασιτέχνες ψαράδες έφευγαν το πρωί και γύρναγαν με την ψαριά της ημέρας προσφορά σε όλους τους άλλους. Οι κτηνοτρόφοι έβαζαν το κρέας εναλλάξ με τα ψάρια και τα θαλασσινά. Η δική μας συνδρομή ήταν στα ‘καύσιμα’ ως παραγωγοί κρασιού και ρακής και οπωροκηπευτικών από τη γιαγιά που ήταν ξακουστή μποστανατζού. Έτσι με παρέα και καλό φαγητό περνούσε ο χρόνος του καλοκαιριού.

Μεγαλώνοντας ανακάλυψα ότι έχω κληρονομήσει από τη μητέρα μου και από τον παππού μου ένα μεγάλο ελάττωμα: Κολυμπάω πολύ. Όταν λέω πολύ εννοώ ότι βουτάω από τη μία παραλία, πηγαίνω και βγαίνω στο διπλανό κόλπο και κάνω ένα tour de plages (γύρω παραλιών) που διαρκεί από μιάμιση μέχρι και τρεις ώρες. Χάνομαι στο νερό. Στη θάλασσα για την ακρίβεια. Έπαιζα πολλά χρόνια πόλο, αλλά η πισίνα δε σου δίνει την ελευθερία της θάλασσας. Αυτή η μυστηριακή συνύπαρξη απεραντοσύνης, απελευθέρωσης και κρυφού κινδύνου με κατακλύζει όταν τα πόδια μου χάνουν την επαφή τους με το βυθό. Έχω την ευτυχία η συμβία να διακατέχεται από το ίδιο ελάττωμα. Έτσι απέκτησα παρέα στις υδάτινες περιπλανήσεις μου τα τελευταία χρόνια και είμαστε πλέον δύο που παλεύουν με τη θάλασσα, ώστε να μην την αφήσουμε να μας βάλει από κάτω.

Όλα αυτά τα χρόνια το αγαπημένο μας παιχνίδι ήταν να πετάμε πέτρες από την προβλήτα που έδεναν οι ψαρόβαρκες μέσα στο νερό και να βουτάμε να τις βγάζουμε. Τα νερά ήταν, και παραμένουν, γυαλί πράγμα που έκανε την όλη δοκιμασία ευκολότερη. Μπορεί να μην έχω το χρόνο να μένω εκεί πια, άλλωστε και το δωματιάκι του παππού έχει καταστεί μη κατοικήσιμο, αλλά ένα – δύο περάσματα το χρόνο τα κάνω. Νερά σαν κι αυτά δε βρίσκεις εύκολα. Πόσο μάλλον όταν έχουν αιχμαλωτίσει το μεγαλύτερο μέρος των παιδικών σου διακοπών. Πριν από δύο χρόνια έχοντας πάει εκεί για να εκπληρώσω το ετήσιο τάμα ένας παιδικός φίλος που διατηρεί ταβέρνα στο μέρος μας χαιρετά. Του λέω ότι θα κάνουμε μια βουτιά και μετά θα ανεβούμε, αλλά μου απαντά: ‘Ως πλοίαρχος του αλιευτικού να σας κάμω μια πρόταση’. Του λέει η συμβία ‘Βρε συ δεν έχουμε τόσο πολύ χρόνο’. ‘Άκου να σου πω, έχω πιάσει μικρά ψάρια και λέω να μαζώξω μερικούς φίλους στη βάρκα να πάμε στο Αγιοφάραγγο να φτιάξουμε κακαβιά και να κάτσουμε’. ‘Ώπα τώρα αλλάζει’. Συμπληρώνω εγώ ‘Να πούμε στα αφεντικά να μη μας περιμένουν και μέσα. Σε πόση ώρα;’. ‘Μόλις κλείσω για μεσημέρι. Τέσσερις να είστε στην προβλήτα.’ Είχαμε τρεις ώρες να απολαύσουμε τη θάλασσα.

Μόλις έχουμε απομακρυνθεί λίγο από την παραλία με ρωτάει ‘Τι είναι το Αγιοφάραγγο;’ Αρχίζω να της το περιγράφω όπως μου είχε αρμηνέψει ο παππούς μου. Είναι ένα φαράγγι που βγαίνει σε μια παραλία λίγο πιο δυτικά από εδώ που βρισκόμαστε. Το μέρος ονομάστηκε έτσι γιατί εκεί για περίπου χίλια χρόνια μαζεύονταν μια φορά το χρόνο όλοι οι ερημίτες του νησιού. Το έκαναν όχι τόσο για να πουν ο ένας στον άλλο πόσο πιο κοντά στο Θεό έφτασαν, αλλά για να πάρουν παρουσίες. Έτσι, αν κάποιος δεν εμφανιζόταν να πήγαιναν στο σπήλαιό του να τον βρουν και να τον θάψουν. Τον έθαβαν στο χώρο που μόνασε και επιστρέφοντας φύτευαν μιαν ελιά στη χάρη του στο φαράγγι. Στο μέρος υπάρχουν δύο τρόποι να πας. Ο πρώτος, από το δρόμο που βγαίνει νότια από τη Φαιστό κάποια στιγμή θα δεις μια πινακίδα που γράφει ‘Αγιοφάραγγο’. Μπαίνεις εκεί σε ένα χωματόδρομο που είναι περίπου τρία χιλιόμετρα. Όταν φτάσεις στην είσοδο του φαραγγιού ο δρόμος σταματάει. Μετά έχει ποδαρόδρομο περίπου εννιακόσια μέτρα μέχρι την παραλία διασχίζοντας το φαράγγι. Το καλοκαίρι μπορείς να το κάνεις, αλλά το χειμώνα ο χείμαρρος δε στο επιτρέπει. Ο πιο εύκολος τρόπος είναι ο δεύτερος, να πας με βάρκα από τη θάλασσα.

Πήγαμε και καθίσαμε σε μια παραλία ξεχασμένη από το Θεό, αλλά όχι τόσο από τους ανθρώπους καθώς υπήρχαν δύο παρέες που είχαν έρθει για να κάνουν ελεύθερο camping. Ήμασταν σχεδόν όλοι που μεγαλώσαμε στην παραλία εκείνη με désous τα ταίρια μας, όσοι είχαμε τουλάχιστον. Καθίσαμε, φάγαμε, ήπιαμε, γελάσαμε και μας πήρε το βράδυ σε ένα μέρος που ο μόνος φωτισμός που έχει είναι το φως της σελήνης και των αστεριών επί δύο, λόγω του αντικατοπτρισμού της ζαφειρένιας θάλασσας. Μαζέψαμε τα πάντα και μπαρκάραμε για την επιστροφή. Γυρνώντας  ένιωθα ότι άφηνα κάτι πίσω μου, όχι γιατί περάσαμε πολύ όμορφα, αλλά γιατί όλα ήταν αληθινά και ειλικρινή. Όπως πρέπει δηλαδή μεταξύ φίλων που δε βρίσκονται συχνά, αλλά ο χρόνος έχει δημιουργήσει ένα δέσιμο μεταξύ τους υπερβατικό. Άνθρωποι με τους οποίους μπορείς να είσαι ο εαυτός σου αφήνοντας τα ψέματα.

Τώρα γιατί τα γράφω όλα αυτά; Είμαι είκοσι εννιά χρονών και φέτος είναι η πρώτη χρονιά που μάλλον δε θα καταφέρω να κατεβώ καθόλου στην Κρήτη το καλοκαίρι. Άργησαν πολύ από τη δουλειά μου να ενημερώσουν για τις άδειες και έμαθα το κενό μου αυτή τη βδομάδα. Τα εισιτήρια για Ελλάδα είναι ακριβότερα από το να πας Βραζιλία και δεν μπορώ να διαθέσω τόσο μεγάλο ποσό. Έτσι για πρώτη χρονιά δε θα έχει κιθάρες και μπύρες σε νυχτερινό μπάνιο, δε θα μπορέσω να μαζέψω την παρέα να πάμε στη θάλασσα, δε θα προσπαθώ να πείσω τον πατέρα μου ότι τα σταφύλια δεν είναι ακόμα έτοιμα για να τα κόψουμε για το κρασί όσο θα είμαι κάτω, δε θα με ζαλίσει η ζέστη της Νότιας Κρήτης, δε θα εκπληρώσω το τάμα μου στην παραλία που μεγάλωσα. Πείτε επιλεκτικό, καλομαθημένο, ρατσιστή, αλλά στα νερά της Γηραιάς Αλβιόνας εγώ δεν καταδέχομαι να βουτήσω. Για εμένα είναι άλλο πράγμα και φέτος δε θα μπορέσω να το ζήσω το καλοκαίρι.                 

  

Παρασκευή 5 Ιουλίου 2013

Πρελούδιο 2: Chasing Cars...


Τι μέρα να είναι σήμερα; Δεν ξέρει. Και δεν μπορεί να υπολογίσει με σιγουριά. Θυμάται πότε ήταν Κυριακή. Το κατάλαβε ότι ήταν Κυριακή από τις επισκέψεις. Από τότε πρέπει να έχουν περάσει τρεις, ίσως τέσσερις μέρες. Δεν είναι σίγουρη. Αλλά δεν τη νοιάζει κιόλας. Ας πούμε ότι είναι Τετάρτη. Της αρέσει η Τετάρτη, από μικρό κοριτσάκι της άρεσε. Της φαινόταν πιο ελαφριά μέρα, διαφορετική από τις υπόλοιπες.

Η Δευτέρα και η Τρίτη κουβαλούσαν το βάρος μιας ολόκληρης εβδομάδας που μόλις άρχιζε. Η Πέμπτη και η Παρασκευή, με λίγη δόση προσμονής Σαββατοκύριακου, κέρδιζαν αρκετές εντυπώσεις. Η Τετάρτη της φαινόταν ουδέτερη. Μόνη εντελώς μέσα στη μέση της παρέας. Σαν να μην έκανε ιδιαίτερη εντύπωση σε κανέναν. Όπως ακριβώς και η ίδια. Γι’ αυτό την αγαπούσε αυτή τη μέρα. Εντάξει λοιπόν. Το βρήκε, θα πει ότι είναι Τετάρτη. Στο κάτω-κάτω δεν κάνει και καμιά σημαντική διαφορά για εκείνη. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα, μπορεί και να την ένοιαζε. Ενώ τώρα, γιατί να τη νοιάζει; Μόνη της είναι. Στο σπίτι της.

Μάλιστα. Είναι Τετάρτη λοιπόν. Και τι ώρα να είναι; Πρωί, σίγουρα πρωί. Πάντα όταν κάνει παρόμοιες σκέψεις διαλέγει να είναι πρωί. Της αρέσει έτσι. Στο μυαλό της έρχεται ένα ηλιόλουστο, κατάλευκο πρωινό, με εκείνον τον ήλιο που σε ακουμπάει στο δέρμα και ανατριχιάζεις. Ένα φωτεινό και πολύβουο πρωινό με όλες τις φωνές, τη φασαρία, την κίνηση που μπορεί να κρύβει μέσα του. Δεν της αρέσει το σκοτάδι. Της φαίνεται ότι το σκοτάδι κρύβει άγνωστα πράγματα. Και της έμαθαν από μικρούλα να αποφεύγει τους αγνώστους.

Θυμάται όταν την πήγαιναν βόλτα στον Εθνικό Κήπο. Της έλεγαν να μη μιλάει ποτέ σε κανέναν άγνωστο, όποιος κι αν είναι αυτός και οτιδήποτε κι αν της έλεγε…ακόμα και το πιο απλό πράγμα. Μικρό κοριτσάκι ήταν τότε. Ο Εθνικός Κήπος της φαινόταν τεράστιος, σαν ένα εξωτικό και μακρινό μέρος. Αλλά είχε μάθει όλα τα κατατόπια του απ’ έξω. Μπορούσε να περπατήσει σε όλα τα δρομάκια  χωρίς ποτέ να χαθεί και δεν χρειαζόταν τις ξύλινες ταμπέλες να την καθοδηγήσουν. Έστριβε δεξιά στο πρώτο σιντριβάνι, περνούσε από τον ψηλό φοίνικα, μετά άλλη μια δεξιά στροφή και αμέσως έβγαινε στη λίμνη με τη μεγάλη γέφυρα και τις πάπιες. Λες να υπήρχαν ακόμα οι πάπιες; Δεν ήξερε… Είχε πολλά χρόνια να  πάει από κει. Μπορεί να υπήρχαν ακόμα. Κι εκείνο το καφενεδάκι με τις λεμονίτες…τρελαινόταν για τις λεμονίτες. Ειδικά όταν τις έπινε στο καφενεδάκι του Κήπου, παρέα με τη γιαγιά της. Αλλού, δεν της φαινόντουσαν και τόσο γλυκιές. Λες και κάτι διαφορετικό είχαν αυτές οι λεμονίτες στον Κήπο και η γεύση τους ήταν πάντα καλύτερη.  

Έπινε κάθε φορά μια τεράστια γουλιά στην αρχή. Από αυτές που κατεβάζεις, κατεβάζεις και σχεδόν νιώθεις το λαιμό σου να καίγεται και τα μάτια σου να τσούζουν από το ανθρακικό…Αλλά δεν σταματάς. Αυτό έκανε πάντα με τη λεμονίτα της.

Ήξερε τουλάχιστον τέσσερις διαφορετικούς τρόπους για να βρεθεί σ’ αυτό το καφενεδάκι. Από την Ηρώδου Αττικού με τους ακίνητους τσολιάδες, από το κάτω μονοπάτι που ήταν οι αρχαίες, λευκές πέτρες ξεθαμμένες, από την πάνω πλευρά, εκείνη του Συντάγματος δηλαδή, αλλά και από την πλευρά των κλουβιών με τα ζώα του κήπου. Τέσσερις διαφορετικοί τρόποι για να βρεθεί στις πράσινες καρεκλίτσες του μικρού καφενείου μέσα από τα δρομάκια του Κήπου. Και τους ήξερε όλους σαν το σπίτι της. Έτρεχε πάντα μπροστά και άφηνε τη γιαγιά της την κυρα-Δέσποινα να την ακολουθεί με το αργό της βήμα  φωνάζοντας «πρόσεχε μπρε μη χαθείς, πρόσεχε, αχ τι μου κάνει αυτό το παιδί…»

Όμορφες εικόνες αυτές…Τον τελευταίο καιρό κάνει συχνά τέτοιες σκέψεις. Κάθεται ώρες ακίνητη και σκέφτεται, σκέφτεται, θυμάται. Δεν έχει και πολλά πράγματα να κάνει.  Στριφογυρίζει συνέχεια γύρω-γύρω, κουτουλάει στους τοίχους. Στο σπίτι της.

Χθες προσπάθησε να τακτοποιήσει λίγο. Δεν της πήρε και πολλή ώρα. Είναι πολύ καλή στην τακτοποίηση. Πάντα τα κατάφερνε να διατηρεί τα πράγματά της καθαρά και τακτοποιημένα. Στο δωμάτιό της δεν θα έβρισκες ποτέ τίποτα βγαλμένο από τη θέση του. Ακόμα κι αν μετακινούσε για λίγο μερικά αντικείμενα για το διάβασμα ή το παιχνίδι της, αμέσως φρόντιζε να τα βάλει ξανά στη θέση τους. Ακριβώς εκεί που ήταν και πριν. Δεν της άρεσε καθόλου η ανακατωσούρα. Αν άφηνε τα πράγματά της ανακατωμένα, αργότερα θα το σκεφτόταν  συνέχεια και δε θα μπορούσε να ησυχάσει. 

Γενικά, ήταν πάντοτε ήσυχη. Δεν ενοχλούσε ποτέ κανέναν, ακόμα και σαν πολύ μικρό κοριτσάκι. «Το πιο βουβό μωρό όλου του κόσμου», έτσι την  έλεγε η γιαγιά της. Μπορούσε λέει να κρατάει ένα μικρό παιχνιδάκι στα χέρια της και να κάθεται σε μια γωνιά μόνη της για ώρες παίζοντας με αυτό. Ή ένα χαρτί και να το χρωματίζει. Χωρίς να γκρινιάζει, χωρίς να ζητάει, χωρίς να διαμαρτύρεται καθόλου.

Η κυρά-Δέσποινα της έλεγε ακόμα ότι πολλά πρωινά την έβρισκε ξύπνια στην κούνια της. Κι ενώ είχε ξυπνήσει από ώρα, καθόταν μέσα στην ξύλινη κούνια εντελώς ήσυχη, με ανοιχτά τα ματάκια της, να κοιτάει δεξιά-αριστερά φτιάχνοντας σχήματα στον αέρα με τα μικροσκοπικά δάχτυλα των χεριών της. Χωρίς να ζητάει την προσοχή των μεγάλων με κλάματα και φωνές. «Κλάψε μπρε, κλάψε λίγο να σ’ ακούσω, πως θες να καταλάβω ότι ξύπνησες;», της έλεγε…

Είναι περίεργο που τα θυμάται όλα αυτά με τόσες λεπτομέρειες. Εικόνες, κουβέντες και γεγονότα από τα παλιά έρχονται στο μυαλό της σαν να έγιναν μόλις χθες. Και τα θυμάται με μεγάλη ακρίβεια. Κι όμως την ίδια στιγμή δυσκολεύεται πάρα πολύ να φέρει στο μυαλό της τα πολύ πρόσφατα γεγονότα της ζωής της. Και στην ίδια ακόμα αυτό της φαίνεται πολύ περίεργο. Για παράδειγμα εδώ και πολύ καιρό προσπαθεί να θυμηθεί την τελευταία φορά που έφαγε παγωτό. Ή την τελευταία φορά που κολύμπησε στη θάλασσα. Ή την τελευταία ταινία που είδε στο σινεμά. Κι όμως της είναι αδύνατον να τα θυμηθεί αυτά.

Τώρα έχει πάρα πολύ καιρό να βγει… Α, καλά, ούτε καν θυμάται πότε βγήκε για τελευταία φορά. Από το σπίτι της. Παλιότερα θυμάται ότι έκανε αρκετές επισκέψεις. Της άρεσε να βλέπει γνωστά κι αγαπημένα πρόσωπα. Να χαζεύει  τις συνήθειές τους, τα λόγια τους, την καθημερινότητά τους. Αλλά δεν ήξερε αν ήταν ευπρόσδεκτη κι αυτό την στενοχωρούσε περισσότερο. Σιγά-σιγά της έμενε η εντύπωση ότι σίγουρα ενοχλούσε. Ότι δεν ταίριαζε με τους υπόλοιπους, ακόμα κι αν την ίδια την ευχαριστούσε το να τους βλέπει που και που. Και κατάλαβε ότι δεν είναι καθόλου μα καθόλου σωστό να ενοχλεί τους άλλους με τις επισκέψεις της. Είναι πιο ήρεμη τώρα που το συνειδητοποίησε αυτό κι έτσι μένει σχεδόν όλες τις ώρες στο σπίτι της.

Και…σαν το ήσυχο μωρό που κάποτε ήταν, έτσι και τώρα κάθεται σιωπηλή χωρίς να γκρινιάζει. Και παίζει μόνη της. Έχει ανακαλύψει και ένα καινούργιο παιχνίδι τώρα τελευταία. Στέκεται χωρίς να κάνει τον παραμικρό θόρυβο και ακούει τον ήχο των αυτοκινήτων που περνάνε. Ο  κεντρικός δρόμος είναι λίγο μακριά από το σπίτι της, αλλά αν προσέξεις μπορείς να ακούσεις ξεκάθαρα τα αυτοκίνητα που περνούν. Άλλο  με μεγάλη ταχύτητα σαν γρήγορο σφύριγμα, άλλο πιο αργά με μεγαλύτερη βουή, άλλο με το βαρύ θόρυβο φορτηγού… Και μετά προσπαθεί να φανταστεί το που πηγαίνει το καθένα. Ακούει το πέρασμά τους και ανάλογα με τον ήχο που κάνουν  τα ακολουθεί με το μυαλό της. Τα κυνηγάει με τη φαντασία της και σκέφτεται το που πηγαίνουν. Άλλο πάει σε κάποιο ταξίδι, άλλο για δουλειά, άλλο σε κάποιο αγαπημένο πρόσωπο ή σε διασκέδαση, άλλο κουβαλάει κουρασμένους επιβάτες, σκεφτικούς ή λυπημένους, άλλο δε θέλει καν να φτάσει στον προορισμό του… Κάθε πέρασμα αυτοκινήτου, κάθε ήχος από  ρόδες που τρέχουν στην άσφαλτο και μια διαφορετική ιστορία… Αυτά κάνει την περισσότερη ώρα…στο σπίτι της. Τι άλλο μπορεί να κάνει εξάλλου;
Να απολαμβάνει την ησυχία της…

Α, και τα λουλούδια της. Αυτό ξέχασα να το πω. Έχει δύο πολύ όμορφα λουλούδια. Τι λουλούδια δηλαδή, αυτά έχουν μεγαλώσει πολύ, ολόκληρα δέντρα έχουνε γίνει… Δεν ξέρει ούτε την ονομασία τους, ούτε την προέλευσή τους. Δεν ξέρει  τίποτα συγκεκριμένο γι’ αυτά. Ξέρει μόνο ότι είναι και τα δύο υπέροχα και τα λατρεύει… Είναι σε δύο τεράστιες λευκές γλάστρες, η μία δεξιά και η άλλη αριστερά από την πόρτα του σπιτιού της.

Και η πόρτα της; Αυτή είναι μαρμάρινη, με στρογγυλεμένη την πάνω πλευρά και ένα σταυρό στη μέση. Από κάτω, είναι χαραγμένα τρία πράγματα :  η φράση «εδώ κοιμάται το αγγελούδι μας», το όνομά της με όμορφα γράμματα και  δύο ημερομηνίες…28/09/1976 – 2/11/1990. Στο σπίτι της…