Τρίτη 25 Φεβρουαρίου 2014

Συνεδρία 42: Δήμαρχος; Μπορεί και όχι


Για κάποιο μυστήριο λόγο, η εκλογική διαδικασία για επιλογή δημάρχων και περιφερειαρχών γίνεται εθνικό θέμα. Και αν για τους περιφερειάρχες υπάρχουν μερικά ελαφρυντικά που δίνουν το πάτημα για να ενδιαφέρουν όλον τον κόσμο, αυτό με τους δημάρχους είναι απλώς ακατανόητο. Ο δήμαρχος είναι υπεύθυνος και διαχειριστής μιας πόλης. Όσοι ζουν σε αυτήν την πόλη έχουν την υποχρέωση ως πολίτες να ενδιαφέρονται και να συμμετέχουν. Οι υπόλοιποι που ασχολούνται το κάνουν είτε από κομματικό οπαδισμό, είτε από κουτσομπολιό. Όλα τα υπόλοιπα είναι άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε.

Το δημοσιογραφικό ενδιαφέρον εστιάζει στις τοπικέ εκλογές, επειδή κάθε εκλογική διαδικασία αποτελεί το ύψιστο ηδονιστικό των δημοσιογράφων. Προβάλλουν και προσπαθούν μα πείσουν ότι οι εκλογές είναι κάτι πολύ σημαντικό για τη χώρα(;) και ακολουθούν τους υποψηφίους με το 70% της προσοχής να πέφτει στο Δήμο Αθηναίων. Εντάξει, στην Αθήνα μένει ο μισός πληθυσμός της χώρας, αλλά προσοχή εδώ: στο Λεκανοπέδιο, όχι στο Δήμο Αθηναίων. Ο βομβαρδισμός πληροφοριών για το δήμο που αφορά το 1/10 του πληθυσμού είναι ετεροβαρής, κατευθυνόμενη πληροφόρηση. Πλέον, το 2014 και με όσα έχουν συμβεί στη χώρα, δίνεται παραπάνω σημασία λόγω τριών λανθασμένων υποθέσεων:
1)      Ότι στις τοπικές εκλογές θα ισχύσει η κομματική πειθαρχία των υποψηφίων,
2)       Ότι στις τοπικές εκλογές θα λειτουργήσουν οι κομματικοί μηχανισμοί,
3)      Ότι οι ψηφοφόροι θα επιλέξουν τον κομματικό υποψήφιο.

Παρακάμπτονται όλα τα στοιχεία εκείνα που διαφοροποιούν τις τοπικές από τις εθνικές εκλογές. Οι προσωπικές σχέσεις, που ειδικά στην επαρχία είναι εξαιρετικά ισχυρό κίνητρο, η τοπική δημοφιλία κάποιου, η γνώση της περιοχής, το τι ομάδα υποστηρίζει (ειδικά στον Πειραιά αυτό είναι top of the list λόγος) και ένα σωρό άλλα πράγματα. Επίσης, μπαίνουν στην άκρη τα προγράμματα των υποψηφίων, όπως η γνώση που έχουν για την τοπική κοινωνία. Το κόμμα über alles.

Σε αυτές τις εκλογές, πάλι τα φώτα πέφτουν στην Αθήνα. Μια Αθήνα που δεν είναι μητροπολιτικός δήμος όπως το Λονδίνο, το Βερολίνο, το Παρίσι και γενικά όλες οι μεγάλες πόλεις του κόσμου. Στο δήμο Αθηναίων συγκεκριμένα, άντε και του Πειραιά, με ένα πασπάλισμα από Θεσσαλονίκη και είμαστε κομπλέ ως media. Θυμάμαι πόσο βαριόμουν όσο ζούσα στο Ηράκλειο με όλα αυτά, που με ενδιέφεραν ελάχιστα. Όταν πέρασα φοιτητής στην Αθήνα, με αφορούσε το τι γινόταν και εκεί. Τώρα που έφυγα πάλι αδιαφορώ. Ως πολιτικό επιστήμονα όμως με ιντριγκάρει το πως στήνεται το σκηνικό. Ειδικά με το new entry στα charts που λέγεται υποψηφιότητα Βαλλιανάτου.

Ο Βαλλιανάτος μέχρι στιγμής έχει πει ότι είναι ομοφυλόφιλος, πράγμα το οποίο δεν έχει κρύψει ποτέ, εδώ και χρόνια που κινείται στο δημόσιο χώρο, ότι είναι οροθετικός και ότι υπήρξε συνοδός. Είναι πραγματικά απόδειξη ειλικρίνειας το γεγονός ότι δεν έχει κρύψει τίποτα από όλα αυτά, όμως έχουν τόση σχέση με το δημαρχιακό αξίωμα όση και η Στέλλα Μπεζεντάκου με το τραγούδι.

Για να γίνω πιο κατανοητός θα σας πω για τον Klaus Wowereit.  Δήμαρχος του Βερολίνου από το 2001 διανύει την Τρίτη του θητεία. Αρχικά εκλέχτηκε ως υποψήφιος των Σοσιολοδημοκρατών, ενώ στις τελευταίες εκλογές κατέβηκε ως ακομμάτιστος υποψήφιος με ένα σχηματισμό που λεγόταν  ‘Κόμμα Πειρατών’. Ο Wowe είχε δηλώσει το 2001 ότι: ‘Είμαι gay, και αυτό είναι κάτι καλό’. Εκλέχτηκε όμως γι’ αυτό; Όχι ακριβώς. Με τον υποψήφιο των Χριστιανοδημοκράτων να κατηγορείται για συμμετοχή σε οικονομικά και τραπεζικά σκάνδαλα, ο Wowereit παρουσίασε μια πλατφόρμα που θα έδινε έμφαση στο Βερολίνο ως κέντρο πολιτισμού, κοσμοπολιτισμού και ανοχής. Ειδικά στο τελευταίο, φυσικά και έπαιξε ρόλο το ότι είναι ομοφυλόφιλος. Είχε όμως πει και μερικά άλλα πιο πρακτικά πράγματα.

‘Η πόλη μας οφείλει να ξαναβρεί τα τρία πράγματα που την έχτισαν: την τεχνολογία, το ταλέντο και την ανοχή’, δήλωνε. Εκλέχτηκε όμως γιατί στο οικονομικό του πλάνο για το δήμο θέλησε να μειώσει τα ενοίκια που πληρώνει ο δήμος σε κτήρια, τα επιδόματα που δίνονται στους δημοτικούς υπαλλήλους και τους μισθούς των δημοτικών υπαλλήλων. Πεζά λογιστικά δηλαδή. Με τα χρήματα που θα εξοικονομούσε ήθελε να αναβιώσει τη Biennale, να χτίσει μια νέα αστική οικονομία βασισμένη στην αρχιτεκτονική παράδοση των Γερμανών, που μετά τη σχολή του Bauhaus είχε χαθεί στη λήθη του χρόνου, τον πολιτικό/ιστορικό και συνεδριακό τουρισμό και να γίνει το Βερολίνο η Ευρωπαϊκή έδρα των χρηματοπιστωτικών οργανισμών που διακινούν το παγκόσμιο κεφάλαιο. Πέτυχε το πρώτο και το τρίτο, μερικώς το δεύτερο, ενώ απέτυχε στο τελευταίο, λέγοντας ότι ‘Δε φεύγουν οι τράπεζες από τη Φραγκφούρτη’. Το Βερολίνο έχει πλέον 17% ανεργία και €77 εκατομμύρια δημόσιο χρέος. Και τα δύο οφείλονται στην ολοκλήρωση του μεγαλύτερου προγράμματός του, την κατασκευή του νέου αεροδρομίου του Βερολίνου, που απασχολούσε 7.200 εργαζομένους στην κατασκευή. Το χρέος θα μειωθεί με τα έσοδα του αεροδρομίου.


Παράλληλα, το Βερολίνο είναι μια πολλή ανοιχτή και ανεκτική πόλη. Με μεγάλη κοινότητα ομοφυλοφίλων που δε χρειάζεται να κρύβει τη διαφορετικότητά της. Όμως αυτό είναι παράπλευρη ωφέλεια. Δεν ήταν το βασικό. Ήταν ένα από τα στοιχεία που ήθελα να προσδώσει στην πόλη του ο Wowereit και όχι η πολιτική του πλατφόρμα. Φτάνει η διαφορετικότητα να εκλεγείς δήμαρχος; Κανονικά όχι. Σήμερα θα πω, μπορεί και όχι

Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

Συνεδρία 41: Θα Ήθελα να Ξέρω


Ζώντας μέσα στις πληροφορίες, κάθε μέρα βλέπω τόσες ειδήσεις και γεγονότα που χάνω το μυαλό μου. Όχι τόσο από την ποσότητα, αλλά από την ποιότητα. Ο τρόπος με τον οποίο συλλέγονται τα γεγονότα και παρουσιάζονται οι ειδήσεις, κυρίως από τα μεγάλα ειδησεογραφικά κέντρα, ανεξάρτητα από το εάν πρόκειται για τύπο (ηλεκτρονικό και έντυπο)/ τηλεόραση/ ραδιόφωνο με φτάνει κοντά στο όριο να κουτουλήσω την οθόνη. Πριν μου πείτε ότι είμαι οξύθυμος ή ό,τι άλλο, θα σας φέρω ένα παράδειγμα που χτύπησε ψηλά και στα ελληνικά charts.

Το παράδειγμά μου είναι αυτό που έγινε γνωστό στην Ελλάδα ως ‘η μονταζιέρα’.  Η μονταζιέρα είναι προπαγάνδα και παραπληροφόρηση με σκοπό να κεντρίσει το συναίσθημα του δέκτη. Δεν είναι κατασκευή ενός γεγονότος, είναι αλλοίωση της πραγματικότητας. Η πιο συνήθης μέθοδος είναι να απομονώνεις στοιχεία ενός γεγονότος. Εμείς το λέμε ψηφιδωποίηση της πραγματικότητας. Το αποτέλεσμα δεν πιάνει μία μπροστά στα αριστουργηματικά ψηφιδωτά της Αρχαίας Ρώμης και του Βυζαντίου, αλλά τη δουλειά του την κάνει. Και αυτή είναι να στρέψει την κοινή γνώμη προς την κατεύθυνση που επιθυμούν εκείνοι που κόβουν και ράβουν.

Η δεύτερη μέθοδος που είναι η μεταφορά ενός στιγμιοτύπου στο χωροχρόνο. Υπάρχει μια φωτογραφία ή ένα ηχητικό ντοκουμέντο που έχει τραβηχτεί κάπου, κάποτε. Γίνεται κάτι παρόμοιο κάπου αλλού τώρα. Είναι ίδιες οι συνθήκες; Παντελώς αδιάφορο. Πάμε να τραβήξουμε ή να αγοράσουμε κάτι φρέσκο και πραγματικό; Πολλά έξοδα. Τι κάνουμε λοιπόν για να προβάλουμε την είδηση; Κοτσάρουμε ένα βιντεάκι/ ηχητικό/ φωτογραφία αρχείου και κλείσαμε. Άλλωστε στον κόσμο των media ο σκοπός είναι να δείξεις και όχι να αποδείξεις. Έτσι;

Υπάρχει και τρίτη μέθοδος, που είναι η παρεμβολή για προσθαφαίρεση στοιχείων. Γνωστό στο χώρο της μόδας (που δε διαφέρει πολύ) ως retouche. Έχεις κάτι που δείχνει αυτό που θες, αλλά όχι όπως το θες. Δε θα σκάσουμε για αυτό, προσθέτεις αυτά που χρειάζεται για να γίνει σένιο ή αφαιρείς ότι σου χαλάει την αισθητική. Έτοιμο προς χρήση και παραπληροφόρηση. Γελάτε; Γιατί γελάτε; Νομίζετε ότι αυτά τα κάνουν μόνο τα καθεστωτικά κανάλια και εφημερίδες; Berceau que vous berciez (Κούνια που σας κούναγε στα Γαλλικά από το google translate).

Χαρακτηριστικά παραδείγματα τον τελευταίο καιρό είχαμε κάμποσα. Από τις φωτογραφίες στη Βενεζουέλα, μέχρι εκείνες από τη Συρία. Στη Βενεζουέλα η φωτογραφία που προβλήθηκε είχε τραβηχτεί στην πραγματικότητα τρία χρόνια πριν στις Φιλιππίνες. Όμως χρησιμοποιήθηκε ως ‘απόδειξη’ της κοινωνικής αναταραχής εναντίον του αριστερού (που είναι) /κομμουνιστικού (που δεν είναι) καθεστώτος. Αυτό ενδιαφέρει για να δείξει τι θα γίνει η Ελλάδα αν βγει ο ΣΥΡΙΖΑ. Τώρα, το γεγονός ότι αυτοί που εξεγείρονται σε Βενεζουέλα είναι Νέο-Ναζί και όχι φιλελεύθεροι ή συντηρητικοί δημοκρατικοί δεν εξυπηρετεί το στόχο και δεν προβάλλεται. Υπάρχουν αντίστοιχα παραδείγματα από Ουκρανία και αλλού, αλλά δε υπάρχει λόγος να επεκταθώ.

Από την άλλη πλευρά η φωτογραφία του τετράχρονου από τη Συρία που διασχίζει την έρημο μόνος του είναι αποσπασματική. Ο μικρός είχε μείνει πίσω από ένα μεγάλο κομβόι προσφύγων που κινούνταν υπό τη συνοδεία ανθρώπων του ΟΗΕ. Ναι προφανώς ο τετράχρονος δεν είναι απειλεί για την εθνική ασφάλεια καμία χώρας, όμως η μονταζιέρα δούλεψε κανονικά για την άλλη πλευρά. Φυσικά και δεν ασχολήθηκε κανείς να προβάλει πως γίνονται αυτές οι επιχειρήσεις. Ότι το συγκεκριμένο κομβόι αποτελούνταν από πρόσφυγες που τους είχαν ήδη δεχτεί Ευρωπαϊκές χώρες (Βρετανία, Γερμανία, Γαλλία, Σουηδία) και ότι ο τετράχρονος είχε χωριστεί προσωρινά από τους γονείς του, αλλά θα τους έβρισκε στον καταυλισμό πριν τη μεταφορά τους στη χώρα που τους δέχτηκε. Ο διαχωρισμός οικογενειών κατά τη διάσχιση εμπόλεμου εδάφους είναι πάγια τακτική του ΟΗΕ ώστε αν δεχτεί επίθεση ένα κομβόι να μην ξεκληριστούν ολόκληρες οικογένειες. Δεκτές οι ενστάσεις, αλλά έτσι δουλεύει ο οργανισμός.


Το χειρότερο με αυτήν την ιστορία είναι ότι όλα τα μέσα προσπαθούν να επιδιώξουν πολιτικά αποτελέσματα. Διότι η παρεμβολή γίνεται ώστε να επηρεάσει την ψήφο, είτε από τα καθεστωτικά, είτε από τα εναλλακτικά μέσα. Και όταν χρησιμοποιείται η ίδια μέθοδος, για τον ίδιο σκοπό, απλώς από την άλλη πλευρά του φάσματος, τότε η οποιαδήποτε αλλαγή σκηνικού μου κάνει ‘όταν έρθουμε εμείς στα πράγματα’. Στα Res Πούλησα δηλαδή. Γαμώτο ξέρω, αλλά θα ήθελα να ξέρω;

Δευτέρα 10 Φεβρουαρίου 2014

Συνεδρία 40: Ασφάλεια



 
Προσπαθώντας για μια φορά να τηρήσω μια υπόσχεση στην ώρα της, θα περιγράψω την θεωρία της ασφαλειοποίησης (securitization theory). Προφανώς η ανάλυση θα είναι γενική και δε θα μπορέσω να εξηγήσω τη θεωρία και τις επιπτώσεις της σε όλο της το εύρος. Θα ξεκινήσω από τη φιλοσοφική βάση της θεωρίας πριν περάσω  στο πώς αναπτύχθηκε και εξελίχθηκε και θα κλείσω με κάποιες από τις κριτικές που έχουν διατυπωθεί. Για περισσότερα, θα περιμένω τις ερωτήσεις/παρατηρήσεις σας.

Η φιλοσοφική βάση στηρίζεται στην πεποίθηση ότι η ασφάλεια δεν αποτελεί στατική έννοια, αλλά όπως κάθε απότοκο της ανθρώπινης διανόησης εδράζεται σε κοινωνικές κατασκευές. Αυτό συνεπάγεται ότι δεν είναι δυνατόν να κατηγοριοποιηθούν οι απειλές σε ‘πραγματικές’ και ‘μη-πραγματικές’ αφ’ εαυτές. Οι διεργασίες των κοινωνικών κατασκευών τις ορίζουν. Από τη στιγμή που κάθε έννοια υφίσταται μια διαλεκτική επεξεργασία προσπαθούν να ανακαλυφθούν τα όριά της. Η δυναμική της ασφάλειας ως έννοιας είναι φυγόκεντρη. Ξεκινάει από τη βάση (άτομο/ομάδα/κοινότητα/κράτος) και επεκτείνεται, διευρύνοντας το χώρο δράσης και κίνησης. Η ασφάλεια δεν είναι αντιθετική έννοια με την ελευθερία, αλλά συμπληρωματική. Ορίζει το χώρο και μέτρο που η ελευθερία ασκείται.

Ο Ole Wæver το 1990 στη ‘Σχολή της Κοπεγχάγης’ σε συνεργασία με το Barry Buzan χρησιμοποίησαν εργαλεία της γλωσσολογικής επιστήμης για να διαμορφώσουν μια πολιτική θεωρία. Για να μετατραπεί ένα θέμα σε ζήτημα ασφαλείας χρειάζεται ένας δρών – πομπός (agent) να το εισάγει και ένα αναφερόμενο θέμα (referent) το οποίο ‘απειλείται’. Η σύνδεση διενεργείται μέσω μια πράξης λόγου (speech act) και αναφέρεται σε ένα κοινό (audience). Η επιτυχής ασφαλειοποίηση επιτρέπει στο δρώντα να ισχυριστεί ότι ένα ζήτημα απαιτεί έκτακτα μέτρα και αιτιολογεί δράσεις εκτός της κανονικότητας των πολιτικών διεργασιών. Η απειλεί δεν είναι απαραίτητα να είναι πραγματική, αρκεί το κοινό να την εκλάβει ως τέτοια.

Το πρώτο αυτό ρεύμα εστίασε στον πολιτικό λόγο. Τέθηκε όμως το ζήτημα της πρακτικής εφαρμογής, δηλαδή πώς περνάμε από τις διακηρύξεις στην εφαρμοσμένη πολιτική. Οι Bigo και Huysmans υποστήριξαν ότι ‘η πρακτική εφαρμογή, η πειθαρχεία και η εξειδίκευση είναι εξίσου σημαντικά με τη διαλεκτική’. Η πολιτικοποίηση γίνεται με πράξεις νόμου και με παρεμβάσεις ή αλλαγές στο διοικητικό και κατασταλτικό μηχανισμό. Εκείνοι που στοχοποιούνται με το λόγο δε μεταβάλλονται σε υπόπτους για καταστρατήγησης της ασφάλειας αν δεν κινηθεί ο κρατικός μηχανισμός εναντίον τους. Όταν το κοινό αποδέχεται ότι κάτι αποτελεί απειλεί στην ασφάλειά του, τότε  η ασφαλειοποίηση ολοκληρώνεται ως διαδικασία καθώς θεσμοθετείται και ενσωματώνεται στην πολιτική πρακτική.

Η θεωρία βρήκε αρκετούς υποστηρικτές και πολλούς που της άσκησαν κριτική. Δε θα ασχοληθώ με την κριτική που εξέφρασε το πολιτικό κατεστημένο της εποχής. Έχει μεγαλύτερο ενδιαφέρον η ακαδημαϊκη – φιλοσοφική κόντρα για το αν η ασφάλεια είναι στατική έννοια ή όχι. Ας δεχτούμε ότι η ασφάλεια ως έννοια είναι προϊόν της ανθρώπινης διανόησης, επομένως έχει δυναμική και μεταβάλλεται. Όμως η ασφάλεια στην πολιτική πρακτική είναι κάτι συγκεκριμένο. Και αυτό το συγκεκριμένο είναι παγκόσμιο, ακολουθώντας μια ομοιογενή λογική (Cuita, Doty). Σε οποιοδήποτε σημείο του πλανήτη, ο οποιοσδήποτε πολιτικός, ακόμα και αν αναφέρεται σε διαφορετικά ζητήματα ως ‘απειλές ασφαλείας’, χρησιμοποιώντας τη λέξη εννοεί ένα και μόνο ένα πράγμα. Η ερμηνεία της έννοιας από το κοινό επίσης είναι η ίδια. Διαφορετικά, δε θα γινόταν αντιληπτή η απειλή.

Η σημασιολογία μπορεί να ποικίλει και να επιδέχεται πολλαπλές ερμηνείες (πολυσημία), αυτό όμως αφορά το σημαίνον και όχι το σημαινόμενο. Η οντολογία επηρεάζει την κρίση όσο οι τοπικές ιδιαιτερότητες και οι εθνικοί μύθοι και παραδόσεις. Δεν υπάρχει μια σταθερή λογική στην ασφάλεια, ούτε μια δεδομένη πηγή και ερμηνεία. Αυτό όμως που υπάρχει είναι μια κοινή αντίληψη για το τι σημαίνει το να είσαι ασφαλής.

Τα τελευταία είκοσι χρόνια η θεωρία αυτή έχει αναπτυχθεί περεταίρω κάνοντας διακρίσεις στην πρακτική ανάμεσα σε εθνική, διεθνή, κοινωνική και ατομική ασφάλεια. Η ιδέα παραμένει σταθερή, όπως και η φιλοσοφία της σύνθεσης, εκείνο που διαφοροποιείται είναι το αναφερόμενο θέμα και η ποιοτική έρευνα του κοινού. Η πολιτική απλώς συνεχίσει να κάνει χρήση του όρου όπως έκανε και παλαιότερα, μάλλον διότι τη συμφέρει να παραμείνει μέσα στην ιδεοληπτική της γυάλα. Για τη δική της ασφάλεια.     

Τρίτη 4 Φεβρουαρίου 2014

Συνεδρία 39: Συνοριακή Γραμμή


Παρακολουθώ με ενδιαφέρον στην αρχή και μετά με εκνευρισμό το τι λέγεται μετά το συμβάν στο Φαρμακονήσι. Αυτό που με κεντρίζει περισσότερο δεν είναι το ανθρωπιστικό κομμάτι, το οποίο κρίνεται στο μεμονωμένο περιστατικό, αλλά η λογική της δράσης. Γιατί το λιμενικό; Με ποιο τρόπο; Με ποια επιχειρησιακή τακτική; Βάση ποιας στρατηγικής; Όσοι θεωρούνται δρώντες στη διαδικασία διάσωσης έχουν συγκεκριμένους ρόλους που σχετίζονται με μιαν υπερκείμενη πολιτική. Θα εξηγήσω την έλλειψη αυτής ακριβώς της υπερκείμενης πολιτικής και για το γιατί το Φαρμακονήσι θα επαναληφτεί αν δεν υιοθετηθεί μια από τις δύο αντικρουόμενες πρακτικές για τη φύλαξη των συνόρων.

Ας ξεκινήσουμε από τα νομικά. Βάση του Δικαίου της Θάλασσας, στο οποίο η Ελλάδα είναι συμβαλλόμενο μέρος αλλά όχι η Τουρκία, άρθρο 98, το παράκτιο κράτος έχει υποχρέωση να σπεύδει στη διάσωση πλοίου ή επιβατών που βρίσκεται σε κίνδυνο στα χωρικά του ύδατα. Αν το πλοίο επιδίδεται σε παράνομες δραστηριότητες (άρθρα 110-111) μπορεί να κάνει νηοψία, αλλά οφείλει να διασώσει τα θύματα του δουλεμπορίου. Σε περίπτωση που το ναυάγιο έχει λάβει χώρα σε διεθνή ύδατα η SAR (Διεθνής Σύμβαση για τη Ναυτική Έρευνα και Διάσωση) ορίζει (άρθρα 43-45) ότι πρέπει να σπεύσουν οι αρχές του κράτους που α) λαμβάνει πρώτα το σήμα κινδύνου και β) έχει τα τεχνικά μέσα να προβεί στη διάσωση. Παραβλέπω τις κριτικές και τα νομικά κενά που υπάρχουν στις συνθήκες, κάποια από τα οποία έχουν καλυφθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου, και πηγαίνω στο πρακτικό κομμάτι. Η εκτέλεση επιχείρησης διάσωσης είναι δήλωση κρατικής κυριαρχίας. Στο σύνορο Ελλάδας-Τουρκίας όπου η διαμάχη για το ζήτημα των ορίων κρατικής κυριαρχίας είναι συνεχής, είναι απαράδεκτο να μην εκμεταλλεύεσαι κάθε ευκαιρία να κατοχυρώσεις τα δικαιώματά σου. Την πρώτη φορά που τουρκικό πλοίο θα διασώσει μετανάστες ή πρόσφυγες σε ελληνικά χωρικά ύδατα, οι ‘γκρίζες ζώνες’ θα μοιάζουν παραμυθάκι δημοτικού.

Στο θεωρητικό μέρος τώρα πριν περάσω στο πολιτικό, εδώ και περίπου 20 χρόνια υπάρχει μια θεωρία που αναπτύχθηκε από τη ‘σχολή της Κοπεγχάγης’ και ονομάζεται securitization theory. Οι Buzan και Weaver αρχικά και μετά o Bigo ανέπτυξαν μιαν ερμηνεία για το πώς κάποια ζητήματα πολιτικοποιούνται και ανάγονται μέσα από τον πολιτικό λόγο ως ζητήματα ασφαλείας για μια κοινωνία ή ένα κράτος. Η θεωρία είναι εξαιρετικά πολύπλοκη και θα την αναλύσω στο επόμενο post καθώς είναι η δεύτερη φορά που την αναφέρω. Εκείνο που ενδιαφέρει στην προκειμένη περίσταση είναι ότι παρατηρεί μια μετάβαση από τη στρατικοποίηση των συνόρων στο παραδοσιακό σύστημα των εθνών-κρατών στην αστυνόμευσή τους. Παρόλο που στρατός και αστυνομία χαρακτηρίζονται ως σώματα ασφαλείας οι δράσεις τους παραμένουν διακριτές. Ως αποτέλεσμα η αντιμετώπιση όσων προσπαθούν να περάσουν χωρίς άδεια τα σύνορα μιας χώρας είναι διαφορετική. Ο στρατός αντιμετωπίζει αντίπαλο στρατό και έχει δικαίωμα να σκοτώσει, η αστυνομία αντιμετωπίζει όσους παραβαίνουν τον εγχώριο νόμο και συλλαμβάνει, αλλά δε σκοτώνει. Η αστυνόμευση των συνόρων μεταφράζεται σε διαχείρισή τους και όχι προστασία τους όπως ο στρατός. Η ΕΕ από το 2005 και μετά έχει προκρίνει αυτή τη μέθοδο διαφύλαξης συνόρων, με έμφαση στη συλλογή πληροφοριών και στην αντιμετώπιση έναντι της προφύλαξης. Αυτά στη θεωρία.

Στην πρακτική, δηλαδή στην πολιτική, τα πράγματα δε λειτουργούν με αυτόν τον τρόπο. Καθώς τα σώματα ασφαλείας αποτελούν όργανα (της τάξης), παίζουν στο ρυθμό που τους δίνει ο μαέστρος (κυβέρνηση) και με το τέμπο (ερμηνεία της τάξης) που τους δίνεται. Ως εκ τούτου, αν η πολιτική προτεραιότητα είναι η μείωση των μεταναστευτικών ροών με κάθε τρόπο και κόστος, τότε η συνέπεια με την οποία τα σώματα ασφαλείας θα εκτελούν τις επιχειρήσεις διάσωσης θα είναι αναγκαστικά μειωμένη. Σημείωση εδώ, το Λιμενικό είναι αστυνομία, ενώ το Πολεμικό Ναυτικό στρατός. Η ελληνική κυβέρνηση έχει δηλώσει ξεκάθαρα ότι επιδιώκει να καταπολεμήσει τη μετανάστευση με κάθε κόστος και μάλιστα κάποιοι βουλευτές, ακόμα και Υπουργοί έχουν δηλώσει ευθαρσώς: Να τους κάνουμε το βίο αβίωτο ώστε να μη θέλουν να έρθουν. Μπορώ λοιπόν να βγάλω το συμπέρασμα ότι οι εντολές για διάσωση στη θάλασσα δεν είναι χλιαρές τουλάχιστον και το ότι έγινε στο Φαρμακονήσι ήταν αποτέλεσμα μη αυστηρών οδηγιών. Αυτή τη στιγμή τίποτα δεν έχει αποδειχθεί και δε θα το τραβήξω παραπάνω. Έχω όμως αρκετή εμπειρία των σχέσεων πολιτικής και οργανισμών για να το βλέπω ως αποτέλεσμα.

Η πολιτική όμως στην Ελλάδα παραμένει τσίρκο και οι εκπρόσωποί της εντυπωσιακά αμόρφωτοι. Κυβερνητική βουλευτής χαρακτήρισε τους μετανάστες στη Φαρμακονήσι ‘εισβολείς’. Δεν ξέρω αν είναι πιο άθλιο το να μη γνωρίζει τι ακριβώς σημαίνει το ‘εισβολέας’ στο διακρατικό σύστημα, ή να γνωρίζει και να χρησιμοποίησε το χαρακτηρισμό ψηφοθηρικά. ‘Εισβολέας’ χαρακτηρίζεται κάποιος ένοπλος που φοράει χαρακτηριστικά (στολή) του σώματος και του κράτους (αποκλειστικά) που εκπροσωπεί και έχει σκοπό την κατάληψη εδάφους. Οι μετανάστες δεν είναι ποτέ εισβολείς ακόμα και όταν περνάνε στη χώρα παράνομα. Η αντίδραση του αρμόδιου Υπουργού Ναυτιλίας υπήρξε γελοία και σε οποιαδήποτε κανονική χώρα θα είχε είτε παραιτηθεί, είτε θα τον είχαν παραιτήσει. Τραγική ήταν και η εξήγηση που έδωσε το ίδιο το Λιμενικό.

Από την άλλη, η εκμετάλλευση μιας τραγωδίας πολιτικά από την αντιπολίτευση παραμένει ανήθικη. Ειδικά το να προβάλλεται φωτογραφία πατέρα που έχει χάσει τα παιδιά του στο Κόσσοβο ως ανθρώπου που έχασε τα παιδιά του στο Φαρμακονήσι είναι χυδαίο. Επειδή η φωτογραφία δεν ξεκίνησε από κόμμα της αντιπολίτευσης, απλώς χρησιμοποιήθηκε θα πω μόνο ότι είναι μικροπολιτική βλακεία να μην ελέγχεις τη χρησιμοποιείς στο επικοινωνιακό κομμάτι. Αντίθετα, δεν είναι χυδαίο να τονίζεις το ανθρωπιστικό κομμάτι, όμως είναι πολιτικά ελλιπές. Δεδομένα η ανθρώπινη ζωή είναι πάνω από όλα και σε μιαν ανθρωποφαγική κοινωνία όπως έχει εξελιχθεί η ελληνική αυτό πρέπει να υπογραμμίζεται. Όταν όμως έχει προβεί σε προπαγανδιστικές τακτικές χάνεις πολύ από το κύρος σου. Και εφόσον επιδιώκεις να χτυπήσεις μια κυβέρνηση που σε χαρακτηρίζει αντεθνικό κόμμα, οφείλεις να τονίσεις ότι τέτοιες αποτυχίες έχουν τεράστιο αντίκτυπο στα κυριαρχικά δικαιώματα της Ελλάδας στο Ανατολικό Αιγαίο. Εκεί, πάνω στη συνοριακή γραμμή.