Παρασκευή 31 Οκτωβρίου 2014

Συνεδρία 67: Μέρος Γ, Βαρκελώνη


Και ενώ προσπαθούσα να προσαρμοστώ στο Παρίσι, ψάχνοντας σπίτι και ακονίζοντας τα σκουριασμένα γαλλικά μου, μου λένε ότι είμαι ο μοναδικός ισπανόφωνος και καταλανόφωνος που υπάρχει στην ομάδα και έτσι θα πρέπει να πάω Βαρκελώνη. Εκείνη τη στιγμή, καθώς μου ζητούσαν συγγνώμη για την ταλαιπωρία και μου έλεγαν ότι θα με αποζημιώσουν για αυτήν, πέρασαν μπροστά από τα μάτια μου όλα τα έργα του Gaudí, το Camp Nou, το Montjuic, η Barceloneta, τα μπούτια το jamón κρεμασμένα στα τσιγκέλια στις υπαίθριες αγορές και οι λιγότερο στημένοι από Άγγλους και Γάλλους, Καταλανοί. Έτσι πήρα τηλέφωνο ένα φίλο στη Βαρκελώνη για να μείνω σπίτι του μέχρι να βρω το δικό μου και την έκανα για το Νότο την επόμενη μέρα.

Αυτός είναι και ο βασικός λόγος της πολύ αργής ενημέρωσης του blog, αφού σε ένα μήνα έχω αλλάξει τέσσερις χώρες (με την Ελλάδα μέσα). Το καλύτερο της υπόθεσης με τη Βαρκελώνη είναι ότι η συμβία έρχεται μαζί μου καθότι αν και γαλλοθρεμένη, η έρευνά της είναι πάνω στην καταλανική γλώσσα. Ομολογώ ότι τα δικά μου καταλανικά είναι σε μέτριο επίπεδο, παρ' όλ’ αυτά οι Καταλανοί σου απαντάνε στα καστιγιάνικα εύκολα. Δίγλωσση κοινωνία στην πραγματικότητα καθώς είναι εξαιρετικά εύκολο να παρατηρήσεις την αυτόματη μετατροπή από γλωσσά σε γλώσσα, όπως πατάς Alt+Shift στο υπολογιστή σου. Εντάξει, προφανώς και χαίρονται όταν κάνεις την προσπάθεια να μιλήσεις καταλανικά, όμως ο πληθυσμός της πόλης είναι εξαιρετικά μικτός.

Αντίθετα με τις συνορεύουσες περιοχές, η Βαρκελώνη έχει δεχτεί μεγάλη εσωτερική μετανάστευση από Ανδαλουσία, Εξτρεμαδούρα και Αστούριας, όπως και μεγάλη εξωτερική μετανάστευση από τη Λατινική Αμερική. Υπάρχουν περιοχές στα όρια της πόλης όπως το Sant Boi που κατοικούνται κατά 45% από Ανδαλουσιάνους, η περιοχή κοντά στο αεροδρόμιο στο Prat έχει πάνω από 50% Αστουριάνους, ενώ γειτονιές όπως το Collblanc (κοντά στο γήπεδο της Barça) ή στο Βόρεια πλευρά της πόλης στο Sant Andreu ή τη  Vía Juliá είναι μέρος λατινοαμερικάνικης παροικίας. Μέσα στον ενθουσιασμό μου από τη Γαλλία όπου για να νοικιάσεις σπίτι πρέπει να έχεις εγγυητή που να διαμένει και να εργάζεται εκεί (cautionnaire), πίστευα ότι στην Ισπανία όπου η κρίση έχει χτυπήσει κυρίως τον κλάδο των ακινήτων δε θα ήταν τόσο δύσκολο να βρω σπίτι.

Λάθος, λάθος, λάθος. Η κρίση έχει βγάλει στους ιδιοκτήτες σπιτιών όλο τον μικροαστισμό. Έχουν γίνει τόσο φοβικοί που ζητάνε συμβόλαιο εργασίας ΚΑΙ τραπεζικές καταθέσεις που θα δεσμευτούν ΚΑΙ αποδόσεις μισθών τριών μηνών. Αυτό συμβαίνει σε όλη την Ισπανία, με τη Βαρκελώνη αυτήν τη φορά να μην είναι εξαίρεση.  Δηλαδή, κάποιος για να κλείσει σπίτι στην Ισπανία πρέπει να δουλεύει ήδη τρεις μήνες εκεί. Θα μπορούσε να είναι και ένα γραφειοκρατικό κόλπο να χτυπηθεί η μετανάστευση, αλλά σε μία χώρα με 26% ανέργους και 15.000 εξώσεις το χρόνο that is not the case, που λέγανε και στο χωριό που ήμουν πριν. Επειδή για ιδεολογικούς και ανθρωπιστικούς λόγους η επιλογή του να βρω σπίτι μέσω τράπεζας είχε διαγραφεί, πήγαμε στην επιλογή Νο.2, δηλαδή τα μεσιτικά.

Εκεί ανακαλύψαμε ένα άλλα μαγικό του ισπανικού συστήματος. Οι μεσίτες παίρνουν ότι ποσοστό γουστάρουν. Μάλιστα έχουν ρίξει τις τιμές τους στη προμήθεια που παίρνουν στο ένα ενοίκια ΣΥΝ το ΦΠΑ τα οποία τα πληρώνει αποκλειστικά ο ενοικιαστής. Γελάτε; Εγώ δε γέλασα καθόλου. Ειδικά όταν στην ultra καπιταλιστική Αγγλία είχα πληρώσει το μεσίτη το ¼ της τιμής του ενοικίου. Στον παραπάνω λογαριασμό προστίθενται και τα έξοδα συμβολαιογράφου. Δηλαδή ο ιδιοκτήτης ενός διαμερίσματος το δίνει για προώθηση σε έναν ατζέντη και δεν έχει απολύτως καμία επιβάρυνση. Άσε που μέσω του μεσιτικού αυξάνει κατά πολύ τις ημερήσιες επισκέψεις, επομένως και την πιθανότητα να κλείσει σπίτι.


Έτσι λοιπόν πήγαμε στην τρίτη λύση που ήταν να επικοινωνούμε απευθείας με ιδιοκτήτες. Το πρόβλημα εδώ ήταν ότι η προσφορά σπιτιών ήταν περιορισμένη. Βρήκαμε κάτι στις δυόμισι βδομάδες και επιτέλους μείναμε. Ελπίζω όλα να μπουν σε μία σειρά και να μπορέσω να αναπληρώσω τα χαμένα κείμενα μόλις μπει σταθερό internet σπίτι. Σε κάθε περίπτωση, συνεχίζουμε να ζούμε μαζί με τη συμβία, σε μια πόλη που καταλαβαίνουμε περισσότερο, στο Νότο με τον καλό του καιρό και το καλό του φαγητό, στην πόλη όπου εδρεύει η αγαπημένη μας ομάδα, στη Βαρκελώνη.

Τρίτη 21 Οκτωβρίου 2014

Συνεδρία 67: Μέρος Β, Παρίσι: Το Βαλς των Βρόμικων Καιρών


Είμαι από τους λίγους ανθρώπους στον πλανήτη που δεν τους αρέσει το Παρίσι. Και όταν λέω ότι δε μου αρέσει εννοώ καθόλου. Ούτε τα βλέπω όλα στραβά, ούτε έχω κάποιο μένος με τους Γάλλους. Έζησα δύο χρόνια στη Lyon και πέρασα μια χαρά, ενώ η Μασσαλία μου έβγαζε την αίσθηση ότι γυρίζω σπίτι μου. Αλλά το Παρίσι με όλο αυτό το grandeur μου την έπαιζε στα νεύρα.

Και δεν είμαι μόνο εγώ. Οι Γάλλοι φίλοι και γνωστοί είχαν πάνω κάτω την ίδια άποψη (οι Μασσαλοί εξαιρούνται του δείγματος λόγω εμπάθειας). Το Παρίσι είναι η βιτρίνα της Γαλλίας. Πιο φανταχτερό, πιο λαμπερό, πιο ακριβό, με πιο μικρές μερίδες στα πιάτα, και όλο αυτό το ψευδεπίγραφο μεγαλείο που δημιούργησαν ο Napoléon III και ο Baron Haussmann στα τέλη του 19ου αιώνα. Εμένα μου φαντάζει σαν να μπαίνεις σε ένα κόσμο της Disneyland. Κατασκευασμένο και φαιδρό, απεικόνιση ενός μεγαλείου που υπήρξε μόνο στη φαντασία ενός αυτοχρισμένου αυτοκράτορα που ήθελε να μοιάσει στον πρόγονό του και στα χαρτιά ενός μεγαλοεργολάβου που επωφελήθηκε της ευκαιρίας. Αυτό το περιβάλλον με τα σύγχρονα μέσα (αυτοκίνητα, τηλεπικοινωνίες, ντύσιμο, κτλ) φαντάζει αστείο στα δικά μου μάτια ή γραφικό με την κακή έννοια. Γραφική είναι η Πράγα, το Παρίσι είναι αστείο.

Λόγω κάποιας τρολιάς προφανώς με έστειλαν εκεί. Όχι για ταξίδι, αλλά για να μείνω. Φανταζόμουν τον εαυτό μου στη θέση του Proust, να κάνω βόλτα στα jardins des tuileries και να αναζητώ το χαμένο χρόνο του Λονδίνου. Πήγα και βρήκα μια πόλη ίδια όπως την άφησα σαν εικόνα, αλλά όχι ίδιους ανθρώπους. Οι Γάλλοι έχουν αλλάξει, και οι Παριζιάνοι περισσότερο. Δεν είναι τυχαίο ίσως ότι ενώ σε όλη τη Γαλλία το Front National ανέβασε τα ποσοστά του και το σοσιαλιστικό κόμμα καταποντίστηκε λόγω της τραγικής διακυβέρνησης Holland, το Παρίσι έβγαλε σοσιαλίστρια δήμαρχο μετά από 24 χρόνια. Τα γεγονότα των τελευταίων 7 ετών από τις εξεγέρσεις στα προάστια, το μεταναστευτικό και την οικονομική κρίση έστρεψαν τους Παριζιάνους αλλού. Πέρα από διάφορες δημαγωγίες και λαϊκιστικές υστερίες, οι Παριζιάνοι κατάλαβαν στην πρακτική εφαρμογή του πράγματος ότι οι συγκρούσεις φέρνουν μεγαλύτερα προβλήματα. Αν δεν ήταν τόσο φαντασμένοι και ψωροπερήφανοι θα έφερναν το παράδειγμα της Μασσαλίας.

Επίσης τεράστιο πρόβλημα για τους Γάλλους γενικά, αλλά για τους Παριζιάνους ειδικότερα είναι η πολιτική ηγεσία και η σχέση που έχει με την κρίση. Οι Γάλλοι επέλεξαν τον Holland έναντι του Sarkozy διότι δεν τους άρεσε καθόλου το να τρέχει η Γαλλία πίσω από τη Γερμανία. Ο νέος πρόεδρος αποδείχτηκε σαν εκείνο το συμμαθητή που όλοι καλούσαν στα πάρτυ τους από υποχρέωση με την κρυφή ελπίδα να μην έρθει. Το άχρηστος είναι μια πολύ καλή λέξη να τον περιγράψει. Η Γαλλία τα τελευταία 3 χρόνια όχι μόνο δεν κατάφερε να σταθεί απέναντι στη Γερμανία, αλλά από κατώτερος συνέταιρος μετετράπη σε μαθητή που του κουνάει το δάχτυλο το Βερολίνο. Αυτή η πραγματικότητα σε συνδυασμό με το περιβάλλον του ψευδεπίγραφου μεγαλείου του Παρισιού κάνει ακόμα πιο κωμική την κατάσταση.

Η Γαλλία αρχίζει να έχει και αυτή προβλήματα στασιμοπληθωρισμού και ανεργίας όπως οι χώρες του Νότου. Η κυβέρνηση δεν έχει εναλλακτικές προτάσεις και ως γνωστόν τέτοιου τύπου κρίσεις χτυπούν πρωτίστως τα αστικά κέντρα. Το Παρίσι είναι το πρώτο που πλήτεται. Κάτι ακόμα που δεν είναι πολύ γνωστό για το Παρίσι είναι ότι η πόλη είναι εξαιρετικά επικίνδυνη. Αντίθετα με το Λονδίνο ή το Βερολίνο όπου κυκλοφορείς άνετα τις μικρές νυχτερινές ώρες, στο Παρίσι μετά τις 10 το βράδυ πρέπει να ξέρεις που θα πας. Δεν είναι όλο το κέντρο ασφαλές και για τα προάστια ούτε λόγος. Η νέα δήμαρχος θέλει να το αλλάξει αυτό, χωρίς να εφαρμόσει ακραίες μεθόδους όπως πχ τη μηδενική ανοχή του Giuliani στη Νέα Υόρκη.


Μπορεί να μην υπάρχει πια το σύνορο, όμως οι σχέσεις Γαλλίας και Γερμανίας είναι αυτές που καθορίζουν την Ευρώπη. Το Βερολίνο και το Παρίσι είναι που δίνουν τον τόνο και αυτή τη στιγμή έχουν εμπλακεί  σε ένα χορό που όλοι γνωρίζουν ποιος καθορίζει τα βήματα. Η κατάσταση όμως στους δρόμους του Παρισιού δείχνει ότι χορεύουν το βαλς των βρόμικων καιρών.

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2014

Συνεδρία 67: Μέρος Α, Λονδίνο: Ο Αντεροβγάλτης


Έχω καιρό να γράψω εδώ διότι μου έτυχαν πάρα πολλά σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα και δεν είχα χρόνο ούτε να κοιμηθώ. Ας τα πάρω με μια σειρά για να μπορέσω να τα παρουσιάσω στη λογική και με τον τρόπο που τους αξίζει. Η παρουσίαση θα γίνει σε τρία μέρη, ελπίζω και σε τρεις μέρες.

Ξεκινάω με χρονική σειρά. Τα τελευταία τρία χρόνια ζω στο Λονδίνο. Η Βρετανική πρωτεύουσα έχει περάσει διάφορες μεταλλάξεις στην ιστορία της. Καμία βέβαια δεν ήταν τόσο βίαιη όσο μετά από τη μεγάλη φωτιά του 1666. Μετά από εκείνη τη βδομάδα της κολάσεως οπόταν και κάηκαν τα δύο τρίτα της πόλης (παρόλο που οι νεκροί ήταν μόλις δέκα, συγκλονιστικά χαμηλό νούμερο για την εποχή), ένα βασιλικό διάταγμα επέβαλε οι κατασκευές πλέον να μη γίνονται με ξύλα και άχυρα, αλλά αποκλειστικά με τούβλα. Αυτό το διάταγμα μπορεί να καθυστέρησε την ανοικοδόμηση της πόλης, για την οποία χρειάστηκαν συνολικά περίπου 53 χρόνια, όμως της έδωσε τη σημερινή της αρχιτεκτονική ταυτότητα.

Πέρα από τους γυάλινους πύργους που υψώνονται στο City, στο Southbank και στο Holborn, η υπόλοιπη πόλη απαρτίζεται από κτήρια δύο με πέντε ορόφων με το χαρακτηριστικό παραλληλόγραμμο τουβλάκι. Μαύρο, γκρι ή καφέ στο Βόρειο Λονδίνο, μπεζ, λευκό ή βαθύ κόκκινο στο Δυτικό, καφέ ή κοκκινοπό στο Ανατολικό. Το Νότιο Λονδίνο είναι μια ξεχωριστή περίπτωση, λίγο μπασταρδεμένη αρχιτεκτονικά. Αυτή η μορφή σε συνδυασμό με τον καιρό και το πως είναι φωταγωγημένη η πόλη προσδίδει στο Λονδίνο μιαν ιδιαίτερη μορφή. Η συμβία την αποκαλεί «φωταγωγημένη σκοτεινιά» και κλέβω τον όρο πάραυτα.

Το Λονδίνο είναι η πιο πολυπολιτισμική πόλη που έχω ζήσει. Αποτελεί ένα μωσαϊκό από ανθρώπους, λαούς, θρησκείες και κουλτούρες που πολύ δύσκολα μπορείς να συναντήσεις αλλού στην Ευρώπη. Αμφιβάλλω αν μπορείς να το συναντήσεις και στην Αμερική. Διότι η πόλη δεν προσπαθεί να σε απορροφήσει ή να σε «αγγλοποιήσει». Αφήνει στον καθένα το περιθώριο να παραμείνει αυτό που είναι, αρκεί να πληρώνει. Εδώ είναι ίσως το πιο μελανό σημείο της σύγχρονης βρετανικής κουλτούρας, κατάλοιπο του Θατσερισμού: στη Βρετανία είσαι ένας τραπεζικός λογαριασμός. Δεν έχει σημασία τι γνώσεις ή τι συμπεριφορά έχεις, αλλά το πόσα βγάζεις.

Υπάρχει μια ολόκληρη κουλτούρα που περιστρέφεται γύρω από την οικονομία, όχι ως κοινωνική επιστήμη, αλλά με την έννοια της οικονομετρίας. Facts and Figures they say. Η νέα αυτή οπτική έχει μεταφέρει το βάρος από τη γη στο χρήμα για να συνάδει με τη βρετανική ταξική παράδοση. Ήταν ένας εύσχημος τρόπος να διατηρηθούν στον πραγματικό κόσμο οι τίτλοι των βαρώνων και των λόρδων που από γεωκτήμονες μετατράπηκαν σε entrepreneurs. Παράλληλη με αυτούς συνυπάρχουν όσοι μετανάστευσαν στο Λονδίνο από τις πρώην αποικίες και από την υπόλοιποι Ευρώπη. Εκπαιδευτικοί μετανάστες κατά βάση οι δεύτεροι, ολοκλήρωσαν προγράμματα σε Αγγλικά πανεπιστήμια και μετά παρέμειναν εκεί. Τέτοια περίπτωση είμαι και εγώ.


Όμως η διαμονή μου εδώ προς το παρόν ολοκληρώνεται. Για επαγγελματικούς λόγους πρέπει να πάω αλλού. Θα μου λείψει η κουλτούρα των Άγγλων απέναντι στην μπάλα, η τρομακτική ανοχή τους σε πολιτιστικά θέματα και η μπύρα. Τίποτα άλλο, από τον καιρό μέχρι την κουζίνα και τις εικόνες Μαλίων ή Φαληρακίου κάθε βράδυ που βγαίνουν και τα πίνουν. Όπως δε θα μου λείψει και η άτυπη γκετοποίηση. Ότι πχ το Δυτικό Λονδίνο έχει γίνει άντρο των δισεκατομμυριούχων Αράβων και Ρώσων, το Βόρειο των Κυπρίων, το Βόρειο-Δυτικό των Βραζιλιάνων και Πορτογάλων και το Ανατολικό θυμίζει Βαγδάτη. Πραγματικά όμως. Θα προτιμούσα οι άνθρωποι να είναι πιο ανακατεμένοι. Γιατί τώρα στο Whitechapel δε θα βρεις τίποτα που να θυμίζει το Jack αλλά ένα απέραντο ανατολίτικο παζάρι. Το καλό της υπόθεσης είναι ότι υπάρχει φαγητό της προκοπής και όχι αγγλική κουζίνα που είναι και ο πραγματικός αντεροβγάλτης.